Αφουγκράζομαι γύρω τον κόσμο που προχωρά υπνωτισμένος, χωρίς σκέψη, κι όλα φαντάζουν αναπόφευκτα και προκαθορισμένα. Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια.
Πιτσιρίκος, μαζί με εκλεκτούς φίλους και συμμαθητές, θέταμε κάποια ερωτικά ερωτήματα και σκαρφαλωμένοι πάνω σε δέντρα εξερευνούσαμε το σώμα μας, ψαχουλευόμασταν και ανταλλάσαμε εμπειρίες. Μαζί τους -κι ευτυχώς- πολύ νωρίς, έμαθα να τραβάω μαλακία χωρίς να φτάνω στην υπέρτατη στιγμή, ενώ λίγο μετά, με κάποιους ομοφυλόφιλους συμμαθητές, ένιωσα τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα. Αργότερα, οδηγούμενος από τα κορίτσια, ένιωσα την ανάγκη εξερεύνησης του σώματός μου ώστε να με κατανοήσω καλύτερα. Είχα πλέον φτάσει στην ηλικία των 16 χρόνων.
Για φανταστείτε το, για σκεφθείτε έστω για λίγο, ενηλικιωνόμαστε χωρίς να γνωρίζουμε σχεδόν τίποτε για το σώμα μας. Η ανόσια ελληνική ορθόδοξη εκκλησία που γιορτάζει κάθε 1η Γενάρη την «Περιτομή του Κυρίου» ποιεί τη σιωπηλή νήσσα χωρίς να εξηγεί πώς και γιατί, τι είναι αυτό που γιορτάζει, ενώ το ελληνικό σχολείο προσεύχεται κάθε πρωί χωρίς να δείχνει τη διάθεση να σκορπίσει τα σκοτάδια.
Σήμερα σε αρκετές χώρες ο πολιτισμός επιβάλλει την περιτομή στα βρέφη για λόγους υγιεινής αλλά και για να αποφευχθούν μελλοντικά προβλήματα. Έτσι οι νέοι άνδρες μεγαλώνουν χωρίς το φόβο να μισήσουν τον έρωτα, λόγω του ενδεχόμενου πόνου και της αποστροφής στην ερωτική πράξη που προκαλεί μια συνήθης φίμωση, όπως συνέβη σε αρκετούς φίλους μου που μισήσανε τον έρωτα και φιμωμένοι δεν τολμούσαν να μιλήσουν γι αυτό.
Ουδείς στο φρικαλέο ελληνικό σχολείο εξηγεί ότι η γυναικεία κλειτορίδα είναι το αντίστοιχο του ανδρικού πέους και άρα το κέντρο της γυναικείας ηδονής. Ουδείς λέει ότι το πετσάκι στο πέος πρέπει να κοπεί. Οι δάσκαλοι, καταπιεσμένοι από το εκπαιδευτικό σύστημα και καταπιεστές οι ίδιοι στη συνέχεια, κωφεύουν.
Γυναίκες που αισθάνονται ισχυρό τον άντρα μέσα τους και άντρες που είναι περισσότερο θηλυκοί πρέπει να σιωπούν. Φιμωμένοι άντρες και ανέγγιχτες κλειτοριδικά γυναίκες δεν πρέπει να μιλούν ποτέ γι’ αυτό. Σε μια αδυσώπητη κοινωνία που δεν επιτρέπει παρεκκλίσεις και δεν ανέχεται τη διαφορετικότητα, που καλλιεργεί την ομοιομορφία σε όλα τα επίπεδα, να σκέφτονται όλοι το ίδιο, να έχουν όλοι τις ίδιες δεξιότητες. Μια κοινωνία που επιδιώκει μέσω του σχολείου να κάνει τα παιδιά υποταγμένα μικρά ζώα. Και όσους διαφέρουν τους εξωθεί στον καιάδα της απομόνωσης…
Όταν η ελληνική κοινωνία βάζει τα σιδεράκια στα δόντια των παιδιών για να τα ορθοστοιχίσει, ώστε να εκφέρουν «ορθό λόγο», βάζει τη σφραγίδα της και τις νόρμες της. Μια κοινωνία που με πρόσχημα την ομογενοποιημένη εκπαίδευση θεσπίζει κανόνες σύμφωνα με τους οποίους τα παιδιά που σκέπτονται ή λειτουργούν διαφορετικά πρέπει να αποβληθούν, να ευνουχιστούν ή να εξοντωθούν με τη ρετσινιά του Δυσ-νοητικού, του Δυσ-λεξικού, του Δυσ-ορθογραφικού, του Δυσ-γραφικού, του Δυσ-φασικού, του Αυτιστικού, του παιδιού με διάσπαση προσοχής, με υπερκινητικότητα, με νοητική υστέρηση και άλλες ταμπέλες και κουτάκια.
Στη Δυσ-ανεκτική λοιπόν αυτή κοινωνία τα παιδιά μεγαλώνουν κι ενηλικιώνονται, γίνονται άντρες και γυναίκες που δεν γνωρίζουν καν το σώμα τους. Κανένας γονιός, κανένας δάσκαλος, καμία εκπαίδευση δεν αναφέρονται στις βαθύτερες ανησυχίες της εφηβικής νιότης. Και τα νεαρά πλάσματα μεγαλώνουν γεμάτα ανασφάλειες και οφείλουν να ανακαλύψουν ξανά και πάλι τον παμπάλαιο κόσμο, χωρίς τη μετάγγιση μιας στάλας από τη σχετική γνώση και σοφία χιλιάδων χρόνων της ανθρώπινης πορείας. Και το σχολείο κι η εκπαίδευση στέκουν ξεχαρβαλωμένα κι αμήχανα κάπου εκεί στην αρχή της διαδρομής του κοινωνικού καλουπώματος των νέων ψυχών που δεν θα οδηγηθούν προς μια κοινωνικοποίηση ουσίας και σχέσεις συνύπαρξης, συνοδοιπορίας και αμοιβαιότητας, αλλά απλώς στον ανταγωνισμό και στη μίνιμουμ αναγκαστική ανοχή προς τον άλλο.
Στις περιπλανήσεις μου στα νησιά διάβασα εκατοντάδες ερωτικές επιγραφές χαραγμένες στα βράχια, σε σπηλιές και σε προαύλια αρχαίων ναών, που μίλαγαν για τους ανδρικούς έρωτες: «Ο ΣΜΙΚΩΝ ΤΟΝ ΟΠΛΟΦΟΡΟΝ ΚΑΛΙΣΤΑ ΕΚΟΛΙΑΖΕ», «Ο ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΛΑΓΝΟΣ», «ΩΡΑΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΡΧΙΑΣ», «ΔΕΝ ΑΦΗΝΩ ΤΟΝ ΛΥΣΑΝΙΑ ΤΟΥ ΧΑΙΡΕΦΩΝΤΑ ΝΑ ΜΕ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΕΙ ΟΠΩΣ ΕΠΙΘΥΜΕΙ», «Ο ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΑΣ ΣΥΝΟΥΣΙΑΣΤΗΚΕ, Ο ΤΙΜΑΓΟΡΑΣ ΚΑΙ Ο ΕΜΦΕΡΗΣ ΚΙ ΕΓΩ ΣΥΝΟΥΣΙΑΣΤΗΚΑΜΕ». Και πολύ σπάνια έβλεπα το όνομα κάποιας ελεύθερης γυναίκας: «ΣΙΚΕΛΑ ΚΑΤΑΠΥΓΟΣ»
Αντιλαμβάνομαι ότι στις αρχαίες χώρες ήταν αποδεκτό οι νέοι άντρες να κάνουν έρωτα μεταξύ τους, γιατί τα κορίτσια από το φόβο μιας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης βρίσκονταν πάντοτε κάτω από ασφυκτικό έλεγχο.
Και μέχρι το 19ο αιώνα η μεγαλοψυχία των αντρών απέναντι στις γυναίκες σταματούσε στην παραχώρηση μιας κόγχης, ενός γυναικωνίτη, όπου τις κρατούσαν έγκλειστες κι έκτιζαν μια γωνία στον εξωτερικό τοίχο του σπιτιού, έναν κλειστό εξώστη, ώστε να μπορούν εκείνες να κοιτάζουν μέσα από τα παραθυράκια κι από τις δυο πλευρές την κίνηση του δρόμου.
Κι όταν τον περασμένο αιώνα στη Δύση οι γυναίκες έκαναν την επανάστασή τους για να διεκδικήσουν αυτό που τους ανήκε, το αυτονόητο, την ισότητα, και το πέτυχαν, οι άντρες λουφάξανε.
Εκείνες οι γυναίκες, που αναζήτησαν την ισότητα και την κατέκτησαν, και οι ομοφυλόφιλοι που κάνουν σήμερα τον ίδιο αγώνα απελευθέρωσης– είναι οι κοινωνικοί επαναστάτες.
Μιλάω για επανάσταση ουσίας και όχι για εμμονικά παιχνίδια με μπάτσους και κουκουλοφόρους που κάποιες φορές αναίτια σκορπίσανε το θάνατο. Και είναι σαφές ότι με την προλεταριακή επανάσταση, τη δικτατορία του προλεταριάτου και με τις μολότωφ δεν λύνονται τα προβλήματα.
Οι αλλαγές αλλού πρέπει να γίνουν: στη συντηρητικότητα πρώτα πρώτα.
Οι δηλωμένοι πούστηδες είναι οι σημερινοί εν δυνάμει επαναστάτες. Αυτοί υπερασπίζονται τη διαφορετικότητα και την ιδιαιτερότητα «της καύλα τους» και διεκδικούν την ισότητα σε μια ανισομερή και συντηρητική κοινωνία, που αν δεχτεί αυτό το δικαίωμα τότε γκρεμίζεται συθέμελα το «ιερό της μύθευμα»: ΠΑΤΡΙΣ, ΘΡΗΣΚΕΙΑ, ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ…
Γιατί επαναστάτες στην εποχή μας είναι όσοι εναντιώνονται και λένε όχι στις δομές και πρώτοι και πιο υποψιασμένοι και συνειδητοποιημένοι είναι οι πούστηδες.
Κι έχουν φωνή που πάλλεται από συγκίνηση, όπως ο Νίκος Λέκκας που είναι επαναστάτης με τη βούλα. Γιατί επαναστάτης γίνεσαι όταν δηλώνεις αυτό που είσαι και διεκδικείς τη θέση που σου ανήκει. Όπως ακριβώς έκαναν και οι γυναίκες. Κι αυτό αφορά όλους εκείνους που αισθάνονται διαφορετικοί. Όλοι εκείνοι που ξεφεύγουν από την αγέλη και πορεύονται κατά πώς θέλουν κι επιθυμούν, διαφορετικά, διαστροφικά, διεμβολιστικά, διαθλαστικά, διαχρονικά, διαβολικά, είναι τα άτομα, είναι τα πρόσωπα που έχουν τη σοφία να σπρώχνουν τις κοινωνίες προς μιαν ανώτερη πολιτισμική βαθμίδα, προς μιαν ουσιαστικότερη συμβίωση των ανθρώπων, με ανεκτικότητα απέναντι στον άλλο και το διαφορετικό…
Γράφει ο Νίκος Λέκκας:
«Όλοι οι νέοι μες στην απόγνωση και μες στην καύλα».
Και ο Νίκος ήταν ένας από αυτούς. Παρέα με παιδιά που δεν γνώριζαν το σώμα τους, νέοι άντρες γεμάτοι ανασφάλεια.
«Κάναμε έρωτα πρώτη φορά στις αλάνες του Κολωνού. Και όταν λέμε έρωτα, να εισδύει ο ένας στον ψυχισμό του άλλου. Στην στιγμιαία ταύτιση και στην παντοτινή. Το ριζικό μας: ηδονές και ποίηση του κορμιού και της σκέψης».
Ο Νίκος μόνος στην άκρη του δρόμου. Οι άσκοπες περιπλανήσεις του γίνονται στιγμές περισυλλογής και κριτικής εμβάθυνσης στο διαρκές γίγνεσθαι και στην εξελικτική ανθρώπινη πορεία που όμως φρενάρεται διαρκώς από την τροχοπέδη της συντήρησης, για να μην αφήσει να αντικρύσουμε τον κατάφωτο ήλιο ή τον γκριζαρισμένο ουρανό, τη μέρα με το βουητό ή τη νύχτα με τα παθιασμένα βογγητά της, που την αφουγκράζονται μόνον οι ποιητές.
«Ήθελα να ζω την νύχτα. Να με αγκαλιάζει η νύχτα. Εκεί που αποθεώθηκε η εφηβεία μου και ο έρωτας. Κι όλοι οι ποιητές σύχναζαν στις ταβέρνες και τα καταγώγια μαζί με τους ανθρώπους του λαού. Ο Καβάφης για χρόνια ξεπόρτιζε τα βράδια για την αναζήτηση της σαρκικής ηδονής κι ο Λαπαθιώτης περιφερόταν στα χαμαιτυπεία του Άλσους και του Ζαππείου, γυρεύοντας το απόλυτο του έρωτα».
Και ο Νίκος είναι ποιητής που έχει γευτεί την πόλη και τους ανθρώπους της. Ένα πλάσμα γλυκό κι αθόρυβο, μέσα στη βουή του κόσμου περνάει και κάθεται κάπου στην άκρη της πλατείας και σιωπηλός παρακολουθεί, παρατηρεί, επιθυμεί έντονα αλλά δεν τολμάει να μιλήσει, να κουβεντιάσει παρά μόνο με τον περιφερόμενο σκύλο.
«Εκείνα τα χρόνια που άρχισα να οσμίζομαι τον κόσμο. Τότε που έπιανα συζητήσεις με αδέσποτα -τα προτιμούσα από τους ανθρώπους- και ένιωθα πανευτυχής. Να προσπαθώ ν’ απαντήσω το αναπάντητο ερώτημα: ποιος είμαι και τι θα ‘θελα να γενώ».
Ο μητροκτόνος Νίκος Λέκκας γράφει για την Ελληνίδα Μάνα: «Κι οι Ελληνίδες μάνες, θεωρούν χρέος τους να χώσουν τα παιδιά στην κιλότα τους – αν όχι στο μουνί τους…»
Ένας ακόμη διαφορετικός που τον απασχολεί η περικοκλάδα των σκέψεων και όχι η καθημερινότητα που κάνει τους ανθρώπους κουρδιστούς, χωρίς βαθύτερη σκέψη. Τον αισθάνομαι, είμαι κι εγώ κομμάτι δικό του αλλά και τ΄ αντίστροφο. Ξέρω, νιώθω την ανοιχτή πληγή, που μάτωνε μέσα του διαρκώς. Αλλά κι εκείνος δεν κώλωσε. Προχώρησε δια πυρός και σιδήρου, μέχρι που έγινε αποδεκτός, κι εκεί ηρέμησε και ένιωσε δικαιωμένος.
«Καλοκαίρι στο χωριό. Κάθομαι και γράφω σ’ ένα Κορωπί. Μόνος. Απίστευτα μόνος».
Δεν αντέχει τη μικρονοϊκότητα των μικρών κλειστών δηλητηριωδών κοινωνιών (χωριό, συγγενείς, γειτονιά, συνοικία, σχολείο, συμμαθητές) όλες αυτές τις συμβατικές σχέσεις που συγκρατούν και συγκρατούνται με δεσμά αόρατα κι υπόγεια.
Γράφει ο Νίκος: «Απεχθάνομαι το αγαπημένο τρίπτυχο των Ελλήνων: ΠΑΤΡΙΣ- ΘΡΗΣΚΕΙΑ- ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ. Στα αρχίδια μου. Εγώ ξέμπλεξα νωρίς και από τα τρία. Τρελόχαρτο στο στρατό, άνευ θρησκεύματος, άγαμος – χαριτωμένο πουστράκι, αν και πρησμένος από ψυχογιατρικά και σωρεία τελειωτικών στον οργανισμό μου. Έκανα πράξη το παλιό αναρχικό σύνθημα «Ούτε μια ώρα στο στρατό». Δεμένος σε κρεβάτι ψυχιατρείου. Όχι μόνος μου. Παρέα με πεθαμένους ποιητές. Έζησα έξω από τις νόρμες σας».
Ο Νίκος αφέθηκε στο μεγάλο μαθησιακό ταξίδι της αλητείας -της ελευθερίας- ακολουθώντας το ένστικτο για ζωή, για τη χαρά της ζωής, για να γευτεί τη ζωή, για να απελευθερωθεί, με αντίτιμο τη χλεύη των συντηρητικών συνοδοιπόρων που ενδόμυχα ζηλεύουν, όμως δεν είναι ικανοί να μιλήσουν ελεύθερα, να σκεφτούν ελεύθερα, να ζήσουν ελεύθερα.
«Γουστάρω τον εαυτό μου ως έχει, η αλήθεια είναι ότι αυτό το «γουστάρω» έχει υποστήριξη τα ψυχοφάρμακα και δεν θα ήθελα να ήμουν ποτέ και για κανέναν λόγο άλλος κανείς».
Νιώθει ραγισμένος, μέσα του σπαρταράει η επαναστατημένη φύση του, αγριεύει το σαρκίο του, χαϊδεύει το πρόσωπό του, στρώνει τη φράντζα και κοιτάζει με την άκρη του ματιού.
«Καμιά φορά σκέφτομαι πόσο ρεμάλι είμαι. Καθόμουν και έπινα για να τον θρηνήσω. Κι αυτή ήταν η άμυνά μου. Το πιόμα. Ερωτευμένος πάντα με ένα κοριτσάκι και πολλά αγοράκια ως τυχερά, τότε που δεν παραδεχόμουν ότι ήμουν ομοφυλόφιλος, απλώς έκανα το κέφι μου».
Εκείνος το πρώτο μάθημα που δέχτηκε στη ζωή ήταν να αποδέχεται τον άλλο, τον διαφορετικό, όποιος κι είναι ο «άλλος».
«Όλοι τους είχαν πηδήσει από ψηλά, ταράτσες και μπαλκόνια. Και ήρθαν οι πρώτες γκρίζες μέρες. Κι αργότερα απογοήτευση, απόρριψη, εχθρότητα. Τουτέστιν το κυνηγητό. Από τους πάντες».
Ο Νίκος είναι έτοιμος να αποκαλύψει κάθε μεγάλο κι ανείπωτο μυστικό που για τους άλλους γύρω του παραμένει η καυτή πατάτα για την οποία και δεν θα μιλήσουν ποτέ.
«Αρρώστησα το 1999. Ως φοιτητής στην Πάτρα, στις 2 Σεπτεμβρίου του 1999, έκανα την πρώτη μου απόπειρα μιας ροκ εν ρολ αυτοκτονίας. Τότε πίστευα ότι είναι η μόνη διέξοδος/διαφυγή».
Ο Νίκος είναι ένα ζουζούδι που ανεβαίνει στον τοίχο και κοιτάζει, φτάνει στο ταβάνι και μας παρατηρεί αναποδογυρισμένους.
«Πρωτομπήκα στο ψυχιατρείο, μανιοκαταθλιπτικός. Αργότερα κλινικές- κολαστήρια στα βόρεια προάστια».
Ώσπου κάποτε συνάντησε τον Σωτήρη, ένα σπάνιο άνθρωπο. Με τη βοήθειά του στάθηκε στα πόδια του. Κατανόησε την ψυχανάλυση και το μεγαλείο της κι άρχισε να ισορροπεί.
«Έζησα μια πενταετή περίοδο σιωπής. Αναπνοή πήρα κάπου στην Ομόνοια, και τότε έκοψα κάθε ψυχιατρική επαφή».
Έτσι βγήκε πιο δυνατός.
«Υπήρξα χασικλής, πρεζάκιας, γενικά χρήστης ουσιών και αλκοόλ. Πίσω μου καυγάδες, νταραβέρια, βίζιτες και άλλα. Η αλητεία είναι στο DNA των μοναχικών ανδρών».
Ο Νίκος είχε μπουχτίσει τις ρηχές και απατηλές εκείνες μέρες. Και τώρα αισθάνεται απόλυτα ελεύθερος, ενώ ατενίζει τα πάντα γύρω του με νηφαλιότητα και μια βαθειά κριτική ματιά που διεισδύει στην ψυχή και αναστατώνει τον ψυχισμό των άλλων. Ο ίδιος –το δηλώνει- δεν έχει τίποτα να κρύψει από κανέναν. Ούτε μικρά μυστικά ούτε μεγάλα και γι’ αυτό αισθάνεται απόλυτα Ελεύθερος.
«Στον Απόστολο που λάτρεψα τις μαστούρες και το δασύτριχο στήθος του, σ’ όλους εκείνους που τακίμιασα στα πάρκα. Κι όλοι αυτοί οι παντοτινοί εραστές στέκουν σιμά μου και είναι πηγή έμπνευσης, ενδημούν εντός μου κι έγιναν μαθήματα Ελευθερίας και Αναρχίας από εκείνες τις πρώτες μέρες».
Τώρα φωνάζει, κραυγάζει ότι θέλει να συνυπάρξει μαζί μας: «Αφήστε με για λίγο να ζήσω ανάμεσά σας να παραμείνω αυθεντικός και αληθινός μπας και βοηθήσω κι εσάς να κατανοήσετε πόσο αχρείαστη είναι η κατασκευασμένη καθημερινότητά σας με τα ασυνάρτητα προγράμματά της. Να πάψετε να είστε υποταγμένοι και να ξεσηκωθείτε να γίνετε επαναστάτες, γιατί οι αιτίες είναι πολλές».
Σήμερα ο Νίκος γράφει μικρές ιστορίες βγαλμένες από την πιάτσα. Απόλυτα βιωματικός βούτηξε μες στη νύχτα, στη Μεγαλούπολη, στο ερωτικό κέντρο και στο περιθώριο, και τα γεύτηκε όλα.
«Οι ποιητές σύχναζαν στις ταβέρνες και τα καταγώγια μαζί με τους ανθρώπους του λαού.
Ο Καβάφης για χρόνια ξεπόρτιζε τα βράδια για την αναζήτηση της σαρκικής ηδονής.
Ο Λαπαθιώτης περιφερόταν τις νύχτες στα χαμαιτυπεία του Άλσους και του Ζαππείου γυρεύοντας το απόλυτο της ηδονής».
Ο Νίκος ζει πλέον τις μέρες και τις νύχτες του ενδυναμώνοντας τον εαυτό του και βιώνοντας την καθημερινότητα με συνείδηση στις αναδιπλώσεις του χρόνου, ενώ γράφοντας σκορπάει απλόχερα χρυσόσκονη τις λέξεις του, γεμάτες εμπειρία και χάρη. Κι είναι πλέον οι κουβέντες ενός ανθρώπου που έχει ζήσει στα ύψη και στα τάρταρα, και έχει ρουφήξει τη ζωή:
«Πάντα ζήταγα, ήθελα κάτι παραπάνω. Στα καλά και στα λιγότερο καλά. Από τον έρωτα έχω εθελοντικά καεί καθώς τις «ρίζες τις έχουμε για να βγάζουμε κλαδιά και όχι να επιστρέψουμε σ’ αυτές».
Κι έτσι όπως ξεκίνησε στη ζωή εκείνα τα πρώτα χρόνια, έτσι και παραμένει αθώος από πεποίθηση.
«Οι εβραϊκές ρίζες σαν τους τσιγγάνους. Κοινές σε όλους. Διωγμένος από παντού, αιώνια κυνηγημένες, βαθιά ριζωμένες στις ψυχές. Οι ρίζες και ο έρωτας με έκαναν άνθρωπο, με μεγάλωσαν. Και πάντα ο χαμένος τα παίρνει όλα, γιατί μετατρέπει το μίσος σε αγάπη».
Όμως, η βλακεία της καθημερινότητας τον μελαγχολεί.
«Οι χαφιέδες παντού, και φιλάν με παράλογα γλυκά φιλιά. Έτσι σερβίρεται η προδοσία. Με γλύκες».
Γράφει ο Νίκος Λέκκας για τους καταφρονεμένους ποιητές που μοίρα τους ήταν, είναι και θα είναι ακριβώς αυτή: Πάθη εν ζωή και Παθός-Μαθός. Και για τους χαμένους συντρόφους, τους συνοδοιπόρους που χάθηκαν στην τρέλα, στο αλκοόλ και στην πρέζα.
«Οι σπαταλημένες ζωές – όποιες και αν είναι αυτές. Στο μυαλό μου χαμένοι φίλοι.
Η Ευτυχία των καφενείων που αγαπούσε τις κεραμιδόγατες και τα αδέσποτα σκυλιά. Τι ψυχή έχει ένα ούζο, έλεγε. Μόνο η αγάπη μένει. Κάποιο πρωινό η Ευτυχία δεν φάνηκε στο καφενείο. Έμαθα ότι βρέθηκε νεκρή στο διαμέρισμά της. Υπερβολική δόση».
Ο Νίκος Λέκκας έχει κοντά του εκείνους τους πολεμιστές συγγραφείς που δέχτηκαν, όπως κι ο ίδιος, την απόρριψη, από τα ίδια υλικά είναι πλασμένος. Κατάφερε μέσα από το γράψιμο να κάνει το μίσος βάλσαμο για τον ίδιο και περίσσευμα ψυχής για τους άλλους. Και γεμάτος αγάπη και κατανόηση και πάθος συναντιέται μ’ όλους εκείνους που αφιερώθηκαν και συνύφαναν τη ζωή τους με τη γραφή.
«Καμιά φορά σκέφτομαι πόσο τυχερός άνθρωπος είμαι στη ζωή μου. Έκανα περίπου το εκατό τοις εκατό των επιλογών μου. Διαβάσματα, μποέμ στάση ακόμα και τώρα. Και συνεχίζω…»
Ναι, ο Νίκος Λέκκας, ένας άνδρας που πατάει γερά στα πόδια του, ψυχαναλύει, ταξιδεύει στα μυαλά των άλλων, των χαμένων, των βάναυσα περιθωριοποιημένων και όλων εκείνων που είπαν το ΟΧΙ όταν έπρεπε. Και ανασύροντάς τους από τη λήθη τους αναγάγει σε αγίους, έτσι όπως έκαναν ο Λεωνίδας Χρηστάκης και ο Θωμάς Γκόρπας…
Τέος Ρόμβος 14 Ιουνίου 2018