Ο ταξιδευτής του ονείρου
του Κώστα Γκιώνη
Είχα ακούσει από φίλους μου πολλά για την προσωπικότητα, τη ζωή και το έργο του Τέου Ρόμβου, δεν είχε τύχει όμως να έχω διαβάσει κάτι δικό του. Κάποιες στιγμές τον είχα ψάξει διαδικτυακά, είχα δει κάποιες παρουσιάσεις του, κάποιες συνεντεύξεις του, και μου είχε σφηνωθεί στον εγκέφαλο το έργο του για τον Πλωτίνο Ροδοκανάκη εξαιτίας αυτών που μου έλεγε ο Δημήτρης Παπαχρήστος. Αλλά η καθημερινότητα με κατάπινε, και κάπου τον έχανα. Όταν έμαθα ότι ζει στη Σύρο, ησύχασα, γιατί ήταν ένας τόπος που είχα αρκετούς δεσμούς, όμως είχε ήδη ξεκινήσει ο κορονοϊός και τα περιοριστικά μέτρα, οπότε η συνάντησή μας όλο και καθυστερούσε. Φέτος ήρθε η ώρα: πήγα στο νησί και, σε συνεννόηση με τη Χαρά Πελεκάνου, την σύντροφο αλλά και… εξωτερική μνήμη του Τέου Ρόμβου έγινε η πρώτη προπαρασκευαστική συνάντηση στον Γαλησσά.
Συνάντησα δύο ανθρώπους, γιατί όταν μιλάς για τον Τέο δεν μπορεί να μην αναφέρεσαι και στη Χαρά, οι οποίοι έχουν μια καρμική σχέση. Άνθρωποι γεμάτοι θετική ενέργεια, που πλανιέται στον χώρο. Άνθρωποι πολυταξιδεμένοι, στα μάτια των οποίων διακρίνεις πολλούς κόσμους, χρώματα, μυρωδιές και ιστορίες. Άνθρωποι χαμογελαστοί, με μεγάλη αγάπη για τη φύση, τη ζωή, τη γνώση, τον συνάνθρωπο. Τους είπα ότι θα ήθελα να μελετήσω τα βιβλία του και πως όταν θα γυρίσω στην Αθήνα θα αγοράσω όποια βρω. «Έχω μερικά να σου δώσω», μου είπε ο Τέος. Όταν θέλησα να τα πληρώσω, μου είπε ότι δεν τα εμπορεύεται. Την επόμενη μέρα δώσαμε ραντεβού απέναντι από το λιμάνι, στο σταθμό των λεωφορείων. Με πολλή χαρά και την υπόσχεση να ξαναβρεθούμε, μου έδωσε πέντε από τα βιβλία του: τα «Τρία φεγγάρια στην πλατεία», «Ασσασίνοι του βορρά, Δροσουλίτες του νότου», «Γεώργιος Nέyρoς: Ο τίγρης του Αιγαίου», «Πλωτίνος Ροδοκανάκης-Ένας ‘Έλληνας αναρχικός» και το «Ακολουθήστε τες». Γύρισα στον Αθήνα και άρχισα να τα διαβάζω. Οποιαδήποτε αναφορά κάνω δεν είναι κριτική – άλλωστε δεν είμαι κριτικός και ούτε θα ήθελα να είμαι. Γράφω μόνο για αυτούς που μπορούν να βάζουν χρώμα στα σκοτάδια μου, ως λογοτέχνες ή ποιητές, και των οποίων ο βίος μπορεί να υποστηρίξει το γραπτό τους.
Μια μικρή γεύση
Τα «Τρία φεγγάρια στην Πλατεία» είναι ένα υπέροχο ποιητικό on the road αφήγημα, με έντονο το μπήτνικ στοιχείο και ύφος Μπουκόφσκι και Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες – όλα αυτά βέβαια προσαρμοσμένα στο ιδιαίτερο γράψιμο του Τέου Ρόμβου: «Η ανθρώπινη βαριεστημάρα έχασκε σαν πελώριο χασμουρητό κάτω υπό τον αναιμικό γερμανικό ήλιο. Σκελετωμένες γάτες κυκλοφορούσαν με προφύλαξη ανάμεσα στα ανθρώπινα πόδια και παραμόνευαν τα γκρίζα από τη βρώμα περιστέρια. Εδώ και εκεί άδεια πακέτα από τσιγάρα, ρυτιδιασμένα χρυσόχαρτα, κατουρημένο και ξεραμένο γρασίδι, σπασμένα μπουκάλια μπίρας, άδειες κονσέρβες που τις γλείφουνε εξαθλιωμένοι σκύλοι, πλαστικές σακούλες, ξεσκισμένες εφημερίδες, ξεχασμένοι ντενεκέδες σκουπιδιών. Επαναλαμβανόμενο κουδούνισμα από το καμπανάκι του τραμ, κορναρίσματα, πόρτες αυτοκινήτων και η φωνή του Λου Ριντ που Βγαίνει από κάποιο δισκάδικο συνθέτουν την ηχητική μπάντα».
Στο «Ασσασίνοι του βορρά, Δροσουλίτες του νότου», η γλώσσα είναι καταιγιστική, γεμάτη εικόνες, σαν ονειροπαγίδα: «Η αθέατη πλευρά ενός ανθρώπου, η ζωή του, η ψυχή του, η ύπαρξή του η ίδια δεν έχουν τίποτα να κάνουν μ’ αυτό το ξεκοκαλισμένο κουφάρι που κείτεται τώρα σ’ ένα δωμάτιο νοσοκομείου και ψήνεται στον πυρετό. Το σώμα που μαζεύει πεθαίνοντας, το πετσί που κολυμπάει στα κόκαλα σαν ρούχο φαρδύ, τα χέρια που κάποτε μπορούσαν να αγκαλιάσουνε τον κόσμο όλο, τώρα δυο ξεραμένες γραμμές πάνω στο άσπρο σεντόνι».
Το τρίτο στη σειρά βιβλίο, «Γεώργιος Νέγρος: Ο τίγρης του Αιγαίου», είναι τελείως διαφορετικό. Πειρατικά καράβια, κουρσάροι με μπέσα, συντροφοναύτες(!), αρκετό αίμα, απίστευτοι θησαυροί, γεωγραφία του Αιγαίου. Κι όλα αυτά σε μια ναυτολαλιά, σε συνδυασμό με μια κυκλαδίτικη ντοπιολαλιά που θα ζήλευε και ο Καββαδίας: «Ελόγου μου δεν τη σκιάζομαι τη Θάλασσα, τη σέβομαι όμως. Έχω μάθει να κοντραστάρω εις τες φουρτούνες, παyαίνοντας καταπάνω στην τρικυμία κι άμα χρειαστεί, ξεσαβουρώνω δια να μην πάμε όλοι φούντο. Τα έχω βγάλει πέρα εις όλη τη ναυτοσύνη μου με χιλιάδες δυο αβαρίες και ηξεύρω πότε να κοστάρω και πώς να αποφεύγω τα ρεύματα, τη φουσκοθαλασσιά, τ’ αντιμάμαλο, και πώς να διαβάζω τα σημάδια της στεριάς και του αγέρα».
Σύντροφος φαντασμάτων
Στο βιβλίο του «Πλωτίνος Ροδοκανάκης – Ένας Έλληνας αναρχικός», ο Τέος Ρόμβος γίνεται σύντροφος με το φάντασμα του Πλωτίνου, και συγκατοικούν για δέκα ολόκληρα χρόνια — όπως εύστοχα γράφει στον πρόλογο του βιβλίου ο Περικλής Κοροβέσης. Ψάχνει στοιχεία παντού για να κτίσει το ξεχασμένο προφίλ ενός ιδιαίτερου ανθρώπου, μιας πολυσχιδούς προσωπικότητας. Ο Πλωτίνος Ροδοκανάκης ήταν προυντονιστής και φουριεριστής. Αρνιόταν ως δεσποτική και αυταρχική την ιδέα της δικτατορίας του προλεταριάτου. Ο ίδιος ονομάζει τον κοινωνισμό, προσαρμοσμένο στη μεξικάνικη πραγματικότητα, ως Σοσιεταιριστική θεωρία.
Έχει την αγάπη ως αρχή, τη δικαιοσύνη ως βάση και την πρόοδο ως σκοπό. Προτείνει τη δημιουργία Φαλανστηρίων, δηλαδή μικρών κοινοτήτων 1.600 έως 1.800 ατόμων σε έκταση 5.000 στρεμμάτων γης. Ο Πλωτίνος πίστευε ότι η λύση του κοινωνικού προβλήματος θα έρθει με την εκπαίδευση, με τη μόρφωση και την οργάνωση των αγροτών και των εργατών. Στις ομιλίες του έλεγε: Κοσμοπολίτες της καρδιάς, είμαστε πολίτες των χωρών όλων, πατρίδα μας είναι ολόκληρος ο κόσμος και οι άνθρωποι παντού είναι αδέλφια μας. Η γη είναι η κοινή κληρονομιά των θνητών και το ανθρώπινο γένος θα ευτυχήσει όταν δεν υπάρχουν πια ούτε σύνορα, ούτε τείχη.
Το πιο πρόσφατο βιβλίο του, με τίτλο «Ακολουθήστε τες», αποτελείται από μικρές ιστορίες στις οποίες καταπιάνεται με διάφορα θέματα. Στο «Ρολόι του θανάτου» μας εξιστορεί τον σκοτεινό κόσμο των παραχαρακτών έργων τέχνης. Στο «Γνώρισα ένα μεταναστευτικό πουλί» μας αναλύει τη θέση του για το μεταναστευτικό θέμα. Στο «Αγαπητά μου ζώα» βάζει το γάτο του, τον Γουρλίκα, να μας σκουντήξει και να κάνει να δούμε με διαφορετικό μάτι αυτό που κάποιοι αποκαλούν πράσινη ανάπτυξη: «Με την εγκατάσταση των αιολικών πάρκων ξεκινάει και η καταστροφή, ανοίγονται δρόμοι πρόσβασης σε βαριά οχήματα, ξεκοιλιάζονται βουνοπλαγιές, γαζώνονται βουνοκορφές, ισοπεδώνονται διάσελα και οροσειρές για να στηθούν οι ογκώδεις βάσεις των ανεμογεννητριών. Μία ανεμογεννήτρια των 3 ΜW χρειάζεται βάση 475 κυβικών οπλισμένου σκυροδέματος, βάρους 1200 τόνων Εμείς τα ζώα παρακολουθούμε με δέος αυτή τη συνεχή καταστροφή της φύσης, που προκαλείται από τον ολοένα και μεγαλύτερο αριθμό εγκατάστασης αιολικών πάρκων»…
ΤΕΟΣ ΡΟΜΒΟΣ: « Το όραμά μου δεν έχει σχέση με το παρελθόν, αλλά με το μέλλον»
Συνέντευξη στον Κώστα Γκιώνη
1) Μιλήστε μας για το πάθος σας για τις αρχαίες και νεότερες ερωτικές επιγραφές που υπάρχουν διάσπαρτες σε όλα τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά και πότε πιστεύετε ότι θα τα δούμε τυπωμένα σ’ ένα βιβλίο;
– Το πρώτο βιβλίο μου με αρχαίες και νεότερες επιγραφές σκαλισμένες στην πέτρα και τον τίτλο «ΙΧΝΗ, το λίθινο χρονικό της νήσου Σύρου» ήταν ένα απάνθισμα από εγχάρακτες μαρτυρίες, παράπονα, θρήνους και ψιθύρους με λόγια ερωτικής παραζάλης χαραγμένα πάνω στα βράχια από τους αρχαίους χρόνους μέχρι και τις μέρες μας. Το βιβλίο δεν θα έβγαινε λογικά ποτέ, εάν δεν υπήρχε ένας εμπνευσμένος και πολύ ιδιαίτερος άνθρωπος που ήταν και υπουργός σε ένα ιδιαίτερο υπουργείο, που το εφηύρε μάλλον ο ίδιος (ο Σηφουνάκης, υπουργός Αιγαίου το 2000-2004). Είδε τη δουλειά που είχα κάνει και ενθουσιάστηκε και αποφάσισε αμέσως να το εκδώσει σε μια ακριβή και ωραία έκδοση. Δεν νομίζω ότι κάτι τέτοιο θα έκανε οποιοσδήποτε εκδότης στη χώρα μας που ούτως ή άλλως απευθύνεται σε περιορισμένο αναγνωστικό κοινό.
Αργότερα, στοχευμένα πλέον, ταξίδεψα με τη σύντροφό μου και περιπλανηθήκαμε σε όλο το Αιγαίο αναζητώντας ερωτικού περιεχομένου σκαλισμένες (επι)γραφές κι ανακάλυψα σε πολλά νησιά έναν απίστευτο πλούτο ερωτικού παροξυσμού, ερωτικά μηνύματα γραμμένα κυρίως από νεαρούς άντρες και πολύ σπάνια από κορίτσια. Δεν νομίζω, λοιπόν, ότι θα τα δείτε τυπωμένα όλα αυτά σε βιβλίο, γιατί απλούστατα οι εκδότες είναι σφιχτοί, στενόμυαλοι και στενοτσέπηδες. Όμως κάποια στιγμή θα φροντίσω να αναρτήσω αυτή τη δουλειά στο διαδίκτυο, γιατί νομίζω ότι είναι σημαντική για το μεγαλείο του ίδιου του Έρωτα, αλλά και για την έρευνα.
2) Αν μπορούσατε να γυρίσετε το χρόνο πίσω, τι θα ήταν αυτό που δεν κάνατε αλλά θα θέλατε να κάνετε;
– Να έπειθα τη σύντροφό μου Χαρά να ταξιδεύουμε, όχι να ζούμε μόνιμα σε έναν τόπο αλλά να περιπλανιόμαστε διαρκώς. Μολονότι ξεκίνησα το αέναο ταξίδι πολύ νωρίς, δεν πρόλαβα να το χορτάσω. Δεν χόρτασα την περιπλάνηση. Είμαι ένας ταξιδιώτης και ίσως να γινόμουν και κήρυκας της περιπλάνησης και της χειραφέτησης της ανθρωπότητας. Να μάθουν οι άνθρωποι για τον πλανήτη που μας φιλοξενεί, για την ανθρωπότητα και την πορεία της αλλά και για τα τόσα άλλα έμβια που συνυπάρχουν μαζί μας. Με την ελπίδα ότι θα συνειδητοποιήσουμε κάποτε ότι είμαστε προσωρινοί επισκέπτες. Κι ας χαρούμε τη σύντομη παραμονή μας εδώ στη γη προσφέροντας και δημιουργώντας κι όχι καταστρέφοντας.
3) Έχετε επισκεφθεί και έχετε μείνει σε πολλούς τόπους. Ξεχωρίζετε κάποιον;
Σίγουρα, όλοι οι τόποι έχουν τις ιδιαιτερότητές τους. Όταν η φύση κυριαρχεί, τότε έχεις μπροστά σου το απαύγασμα της ομορφιάς αλλά κι οι πιο χειραγωγημένοι, ανθρωποκεντρικοί, τόποι έχουν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον από άλλη οπτική βεβαίως. Για παράδειγμα η Νέα Υόρκη… η πόλη όπου χειραφετείται η ανθρωπότητα και μαθαίνουν οι άνθρωποι να συνυπάρχουν…
4) Αν με ένα μαγικό τρόπο θα μπορούσατε να βρεθείτε σ’ ένα ιστορικό γεγονός, σε ποιο θα θέλατε να είσαστε;
Το όραμά μου δεν έχει σχέση με το παρελθόν αλλά με το μέλλον. Ένα ταξίδι στο Μέλλον θα ήθελα. Στη νέα εποχή όπου οι άνθρωποι θα έχουν συνειδητά καταστεί συνάνθρωποι και συνοδοιπόροι κι όπου θα ζουν εν ειρήνη έχοντας συνειδητοποιήσει ότι είναι εφικτή μια ανθρώπινη κοινωνία της συνύπαρξης και της αλληλεγγύης…
4) Ζήσατε τον Μάη του ’68. Ποιες είναι οι αναμνήσεις σας;
Μνήμες, μνήμες. Την ημέρα ζωγράφιζα πάνω στα πεζοδρόμια του Παρισιού πολύχρωμα οικογενειακά πορτρέτα μπροστά σ’ έναν Παρθενώνα που αποτελούσε το βασικό μου φόντο. Τις νύχτες κοιμόμουν δίπλα στον Σηκουάνα κάτω από τη γέφυρα του Ποντ Νεφ μαζί με κλοσάρ και χίπηδες…
Αντίκρυ, δίπλα στο Μουσείο του Λούβρου, ήταν το εργαστήρι του γλύπτη Γεράσιμου Σκλάβου, που μια νύχτα καταπλακώθηκε από ένα τεράστιο ημιτελές γλυπτό γυναίκας από πεντελικό μάρμαρο.
Και την άνοιξη του ’68 που μαζί με άλλους Έλληνες του Παρισιού δουλεύαμε κομπάρσοι στην ταινία «Η συμμορία του Μπονό» κι όπως έχω γράψει, μόλις τελειώσαμε τα γυρίσματα της ταινίας και αφού ο αγαπημένος φίλος Κώστας Φέρρης είχε ξεπαστρέψει τον αναρχικό Μπονό (κινηματογραφικά βέβαια), κατεβήκαμε στα πρώτα οδοφράγματα που άρχισαν να στήνονται στο Σεν Ζερμέν. {*} ΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΝΥΧΤΕΣ ΕΞΕΓΕΡΣΗΣ
Λίγο αργότερα στη διάρκεια των μαχών με τα CRS (ελληνιστί ΜΑΤ) τους ξεφωνίζαμε CRS = SS… Στη διάρκεια των καταλήψεων, όταν προσπαθούσα να κοιμηθώ στα αμφιθέατρα της Σορβόννης, οι ολονύχτιες συζητήσεις που γίνονταν καταντούσαν ενοχλητικές για όσους είχαν ανάγκη ησυχίας. Κι έτσι μετακόμισα στην κατάληψη του θεάτρου Οντεόν, που ήταν πιο ήσυχα κι όπου στο βεστιάριο βρήκαμε κάποιες θεατρικές φορεσιές, κουστούμια, και στολές, και τα φορέσαμε και κάναμε πλάκα.
5) Αν βρισκόσασταν σ’ ένα απομονωμένο νησί, ποια 5-10 βιβλία θα θέλατε να είχατε μαζί σας;
Χαρτί, γραφίτη, και όσο περισσότερα κορίτσια, που μου είναι εντελώς απαραίτητα για να με εμπνέουν… Τα κορίτσια με ενέπνεαν από τα μικράτα μου. Ακόμη έχω στο μυαλό μου τις κοριτσίστικες τσιρίδες, τα τραγουδάκια που λέγανε, τα λόγια τους που ήταν χάδια στα αυτιά μου. Αυτό σημαίνει ότι δεν πολυδιαβάζω πλέον -δηλ. ό,τι διάβασα, διάβασα,- και τώρα κοιτάζω γύρω μου και γράφω, καταγράφω.
6) Από τους ανθρώπους που συναντήσατε ή κι αυτούς που δεν συναντήσατε, ποιους ξεχωρίζετε;
Άνθρωποι πολλοί, αμέτρητοι, άπειροι, κορίτσια κι αγόρια, κατά βάση πολίτες του πλανήτη, αρκετοί από τους οποίους με βοήθησαν κιόλας στη διαδρομή για να δω πιο καθαρά και να σκεφθώ ελεύθερα και να συλλάβω πρώτα και πάνω απ΄όλα, ότι αυτά που οραματίζονται κάποιες ευαίσθητες γυναίκες και κάποιοι ελεύθεροι στοχαστές, κι επίσης κάποιοι δημιουργοί, πρέπει να είναι και οι οδηγοί κι οι δάσκαλοί μας. Αυτοί ακριβώς που δεν έχουν πατρίδες, οι απάτριδες, οι λογικοί και σκεπτόμενοι χωρίς αγκυλώσεις θρησκευτικές και οικογενειακές, χωρίς συμβάσεις, χωρίς υπερ-εγώ…
7) Ήσασταν διερμηνέας του Ρολφ Πόλε στη δίκη του στην Αθήνα. Ποια είναι η άποψή σας για αυτόν τον άνθρωπο και πώς βρεθήκατε στη θέση του διερμηνέα του;
Ήμουν διερμηνέας στη δίκη του γιατί τον γνώριζα από τη Γερμανία. Οργάνωσα την ιστορία της «Μη Έκδοσης του Ρολφ Πόλε» γιατί απλούστατα ήμουν μάλλον ο μόνος που τον γνώριζε στην Ελλάδα. Είχα ζήσει κάποια χρόνια στη Γερμανία και υπήρξα γνώστης της καθημερινότητας, κοινωνικής και πολιτικής, μιας και δούλευα στην κρατική τηλεόραση στο τμήμα Ειδήσεων κι όλη μέρα τρέχαμε σε διάφορα ρεπορτάζ. Γενικότερα η ζωή στη Γερμανία, πόσο μάλλον η RAF (Φράξια Κόκκινος Στρατός) ήταν τότε για την Ελλάδα άγνωστος τόπος. Και ο Ρολφ Πόλε ήταν επίσης ένα άγνωστο πρόσωπο. Τον είχα γνωρίσει στο Μόναχο το 1970 όπου και βρεθήκαμε κάποιες λίγες φορές. Ήταν ένας εξαιρετικά ευαίσθητος άνθρωπος. Επρόκειτο για έναν οραματιστή, έναν ουμανιστή, στην ουσία απόλυτα αντίθετο στη βία, μολονότι η βία υπήρξε μέρος της δράσης της RAF.
1976 καλοκαίρι. Διάβασα, Κυριακή ήταν, στην εφημερίδα τα ΝΕΑ για τη σύλληψή του στην πλατεία Συντάγματος και αμέσως σκέφθηκα να κάνουμε κάτι. Εκείνο τον καιρό είχαμε δημιουργήσει το κοινόβιο της Εμ. Μπενάκη. Το κουβεντιάσαμε με τους αγαπημένους φίλους και συγκατοίκους, τον Νίκο Μπαλή, τον Γιώργο Κακουλίδη, τη Σοφίτσα Βλάχου και τον Άγγελο Μαστοράκη κι αποφασίσαμε από κοινού να δημιουργήσουμε την «Επιτροπή για τη Μη Έκδοση του Ρολφ Πόλε στη Γερμανία». Έτσι το κοινόβιο της Μπενάκη έγινε η έδρα της επιτροπής εκείνης.
Αμέσως ήρθα σε επαφή με τον δικηγόρο του στη Γερμανία, τον Χανς-Κρίστιαν Στρέμπελε, ο οποίος πέταξε την επόμενη μέρα από το Βερολίνο στην Αθήνα και μαζί με τους Έλληνες δικηγόρους Παν. Κανελλάκη, Ευ. Γιαννόπουλο, Κατερίνα Ιατροπούλου κ.ά. ανέλαβαν την υπεράσπισή του. Και ο Πόλε και ο Στρέμπελε, ζήτησαν να είμαι διερμηνέας του στη δίκη. Η συνέχεια γνωστή. Το αίτημα έκδοσης απορρίφθηκε από το Εφετείο αλλά εγκρίθηκε από τον Άρειο Πάγο. Ο Πόλε παραδόθηκε στη Γερμανία και μετά την έκτιση της ποινής του εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Σύζυγος και σύντροφος ζωής του η αγαπημένη φίλη Κατερίνα Ιατροπούλου, που αποχώρησε πλέον κι εκείνη…
Δημοσιεύτηκε στην εφημ. δρόμος ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ 7.1.2023