Κριτική
Για τα Τρία φεγγάρια στην Πλατεία
του Νίκου Ντόκα
…Ήτανε άνοιξη και οι κουβέντες αρχίσανε να γίνονται πάνω στους τοίχους της πλατείας και στους τριγύρω δρόμους. Η μοναξιά και το δάκρυ μπλέκονταν στο παραλήρημα και στο όνειρο το απραγματοποίητο, πέρα μακριά στους κρεμαστούς κήπους της Σεμίραμις και στις πλάνες των Χασασίν του Χασάν-Ιμπν-Σάμπαχ, στους αντικατοπτρισμούς της ερήμου, στις παραμορφωτικές διαθλάσεις του φωτός μέσα από ορυκτούς κρυστάλλους και στην αιώρηση του αστροναύτη στο απόλυτο κενό.
Και φτιάχνανε σχέδια μοναδικά, όνειρα χρωματισμένα και γίνονταν όλοι αυτοί που περπάταγαν εδώ, αρωματισμένα φαντάσματα και γεννιότανε μια γλώσσα ζεστή με μια αμεσότητα που περιείχε την ανάσα του άλλου.
Και έτσι γίνηκε η μεγάλη μήτρα που τους μάζεψε όλους. Η παγίδα, η πλάνη, το όνειρο, η πλατεία, ο μύθος. Και γνωριστήκαμε. Και αγαπηθήκαμε. Και γίναμε κάτι πολύ όμορφο, δυνατό, απερίγραπτα σοφό, εκστασιασμένο, σπουδαίο, αδιάντροπο, ερωτικό και σαλέψαμε τα μυαλά των άλλων…
Πρώτη και αξιοσημείωτη εμφάνιση του Τέου Ρόμβου στην ελληνική πεζογραφία. Με αρκετό, αν και συχνά πικρό, χιούμορ ο συγγραφέας περιγράφει σε πρώτο πρόσωπο τις περιπλανήσεις μιας γενιάς «εξόριστης» στους δρόμους της Ευρώπης.
Ελευθεροτυπία
Οι «τρυφεροί» πέλεκεις μιας θαυμαστής λογοτεχνίας
του Γιώργου Σταματόπουλου
Η ζωή είναι πολύ απλή όταν είσαι μελλοθάνατος. Εκείνο που διακατέχει τον εαυτό σου τότε, τη σκέψη σου, τα νεύρα σου, τις ορμές σου, είναι ένα και αδιαίρετο, μοναδικό στην ολοκλήρωσή του, υπάκουο στην έκρηξη του ΟΛΟΥ, πειθήνιο όργανο των οργάνων σου. Να μην είναι δηλαδή η επόμενη μέρα, η μέρα του θανάτου σου. Και μετά… ε… μετά θα ‘ναι ακριβώς το ίδιο. Οι ήρωες του Τέου Ρόμβου προσπαθούν με νύχια και με δόντια να κρατηθούν στη Ζωή, να αποφύγουν εκείνο το διαβολεμένο κρύο του δρόμου που περονιάζει τα κόκαλα αλλά και την ψυχή τους. Είναι το απόλυτο κρύο, ο πάγος, η αδιαφορία της κοινωνίας. Μικρά μικρά πηδηματάκια, γρήγορα, για να κυκλοφορήσει το αίμα, να γαντζωθεί η ύπαρξη στη γη, να νιώσει το κορμί την ζεστασιά της. Μικρές γρήγορες κοφτές ανάσες οι λέξεις του συγγραφέα, να ξεφύγουν από την παρανόηση, να μην αποκοπούν από τα μύχια του, να διατηρηθεί το εύθραυστον της μεμβράνης, εκείνης που διαχωρίζει με το διάφανό της το στιλπνό τον πόνο του ήρωα τη μοναξιά του τη φυγή του και την ασφυξία του, με τη ζωή που βιάζεται, με τη ζωή που φεύγει, με τη ζωή που απομακρύνουν οι ίδιοι οι βιαστές της αλλά είναι γλυκιά η ρημάδα, είναι τρυφερή κι ευαίσθητη όπως δεν μπορεί να είναι ο ήρωας, καταραμένος λες από τα προστάγματα της αιμάσσουσας καρδιάς του, από την νύχτα του ταξιδιού του, από το ταξίδι του στα βάθη της νύχτας, από την τρέλα που τον κυνηγάει στο κάθε του βήμα, από τους τσακισμένους έρωτες, από τους ημιτελείς οργασμούς, από το πηλίκιο των μπάτσων, από την αϋπνία, από την γλισχρότητα του «αυτονόητου», από τον διάβολο που έχει πολλά ποδάρια και δεν πολυσκοτίζεται αν σπάσει και ένα δυο, από τον πυρετό της ποίησης του μόνου τυράννου που υπηρετεί αγόγγυστα γιατί και τούτη υπηρετεί το αίμα του την κραυγή του αλλά και την μεταφυσική του υπόσταση. Γραφή αλήτισσα αδιαφορούσα για τους κανόνες και τους «ρόλους», της λογοτεχνίας, ανυπόταχτη και τόσο ευγενική συνάμα, λέξεις – σκινδάλαμοι εκσφενδoνιζόμενες στους χώρους του ασυνείδητου, του αβίωτου, του με πάθος αναζητώμενου, ειρμός ειρηνικός και βίαιος, δροσερός και σφριγηλός, πέταγμα στο απρόσμενο, στο απροσδόκητο, ζωή στο δρόμο ζωή στο σπίτι, η λογοτεχνία είναι εδώ, δεν θα μπορούσε να αντληθεί από ράφια σκονισμένα, βαλσαμωμένα τσιτάτα και ανοηταίνοντες βερμπαλισμούς, η λογοτεχνία τρέφεται από το ίδιο το αίμα του συγγραφέα, από τις περιπλανήσεις του, από τα πάθη του, από την αγωνία του από το θυμό του και από την αγάπη του για όλα τούτα τα άρρωστα της καθημερινότητας, από την προσπάθειά του να ανακαλύψει τα υγιή κύτταρά τους. Λογοτεχνία ζόρικη με δόντια κοφτερά χωρίς μαλθακά προσωπεία και χαμόγελα με υποσχέσεις, βουτηγμένη στο πυρ την χρησμοσύνην του και τον όλεθρό του, ασφυκτιούσα και για τούτο πεταρίζουσα σε χώρους οξυγόνου και να το ύψος της: μικρά αριστουργήματα που, άγνωστο γιατί, δεν έχουν εκτιμηθεί δεόντως είτε ως εκπροσωπεύοντα την συνειρμική γραφή είτε την μεταηθογραφική ξιφηρότητα της λογοτεχνίας. Δεν είναι δα και πολλοί εκείνοι οι ταξιδιάρηδες της γλώσσας μας που ερωτοτροπούν με τη λάμψη της τρέλλας με την «άνωση» του αλκοόλ με την τρυφερότητα των χαμένων ηρώων της Δύσης. Να ενοχλεί μήπως η επιρροή των «κακών» Αμερικάνων ή μήπως το γεγονός ότι δεν «του πάει» του Έλληνα τούτη η θεματική, τούτη η πλάνα αναζήτηση, τούτο το άσκοπο – έξω από την ελληνική πραγματικότητα – ταξίδι; Λησμονούν όμως οι «ενοχλούμενοι» ή δεν μπορούν να δουν την βαθιά μετουσίωση που υφίστανται τούτοι οι περιθωριακοί δυτικοί ήρωες από την ελλαμπτική αρχαϊκή υποστρωματική συνείδηση του συγγραφέα. Δεν είναι όλα επιφάνεια, σκατοζωή κ.τ.λ., και ποιος θα την βολέψει και ποιος θα αντέξει. Εδώ, οι ήρωες έχουν κοινό σημείο αναφοράς – είτε είναι νεοζέν, είτε φυλακισμένοι, είτε φορτηγατζήδες, είτε αλκοολικές γυναίκες, είτε ξεχαρβαλωμένοι μοναχικοί, είτε μπάτσοι, είτε αναρχικοί – την βαθιά τους μητρική οικολογική συνείδηση, είναι διαποτισμένοι από το DΝΑ του ελληνισμού, απόγονοι του Διογένη, μέσα στην αγορά, στα δρώμενα αλλά μακριά απ’ αυτήν, από τους νόμους της, υπονομευτές και λοιδοροί, άγιοι κι επαναστάτες, φτωχοί και πλούσιοι, ταπεινοί και υπερήφανοι, κυφωμένοι και κορδωμένοι. Υπέροχοι μέσα στη μιζέρια τους, όμορφοι ερευνητές της ασχήμιας, της ζωής. Τρία βιβλία – δροσοσταλίδα στην αυχμηρότητα της λογοτεχνίας του τέλους του αιώνα, μοναδικά στο ξύσιμο πληγών αλλά και στην ίασή τους. Μοναδικά – προσέτι- μιας καινούργιας πορείας των γραμμάτων μας, βαθιά και – ας μη λησμονείται τούτο – ελληνικά. Γοητευτικά κι επικίνδυνα για τους «ήσυχους».
Το ένστικτο της νυχτοπεταλούδας
Του Άρη Βασιλειάδη
Μετά το Θόδωρο και το Βαγγέλη, συνάντησα τον Τέο Ρόµβο. Ένα κυριακάτικο µεσηµέρι του Νοέµβρη, στο λιµάνι της Ραφήνας. Μόλις είχε έρθει από τη Σύρο. Με µακριά άσπρα μαλλιά και γενειάδα, έμοιαζε µε αρχαίο σοφό.
Ο Ρόµβος είναι ο έλληνας µπιτ συγγραφέας που, σε όλη του τη ζωή, «κυνηγούσε» πόλεις. Χιλιάδες χιλιόμετρα απ’ όλα τα µέρη του κόσμου χώρεσαν στις σελίδες των βιβλίων του. Και είναι τόσο παραστατικά που νομίζεις ότι ο ήρωας του ενός επεισοδίου φεύγει και συναντά τον ήρωα του άλλου και συζητούν, συνταξιδεύουν, επικοινωνούν …
Παραγγείλαμε βαρελίσια μπίρα κι αρχίσαμε τη συζήτηση. Δηλώνει οπαδός της διαρκούς μετακίνησης. «Ξεκίνησα να ταξιδεύω γιατί µε συνάρπαζε η περιπέτεια. Στην ουσία, μισώ τα αυτοκίνητα. Όμως, τα χρόνια εκείνα της νεότητάς µου το ωτοστόπ ήταν το πιο φθηνό µέσο για να ταξιδέψεις. Βέβαια, δεν δίστασα να χρησιμοποιήσω και τα πόδια µου για να διανύσω μεγάλες αποστάσεις. Ακόμα και για να διασχίσω χώρες ολόκληρες».
Η ώρα περνούσε, κόσμος πηγαινοερχόταν και ο Τέος άρχισε να θυμάται τα παιδικά του όνειρα και τα εφηβικά του ταξίδια.
«Από παιδί δίψαγα για περιπέτεια. Με συνέπαιρνε η ιδέα να κάνω ένα µεγάλο ταξίδι. Έτσι, χωρίς προετοιμασία. Αργότερα, βγήκα στο δρόμο, γυρεύοντας εµπειρίες, αναζητώντας τον έρωτα, την επικοινωνία, το όνειρο. Έζησα κατά διαστήματα στην Ευρώπη, στην Ασία, στην Αφρική, στην Αμερική. Πέρασα µέρες και μήνες µέσα σε φοβερή αθλιότητα και αφραγκία. Συχνά βρέθηκα σε τρομερή απόγνωση, σε αδιέξοδο. Θέλησα ακόµα και ν’ αυτοκτονήσω. Όμως, η περιπέτεια είναι συναρπαστική. Είναι το ένστικτο που τραβάει στο φως της λάµπας τις νυχτοπεταλούδες».
Σκεφτόμουν πόσο διαφορετικοί ήταν µεταξύ τους οι τρεις ωτοστοπέρ, όταν στο πίσω τραπέζι κάθισε µια µικροαστική οικογένεια. Η µητέρα µάλωνε το παιδί. Ο σύζυγος παραπονιόταν για την αργοπορία του πλοίου. Ξαφνικά, ο Τέος σηκώθηκε, πήρε την µπίρα και µου πρότεινε ένα ακριανό τραπέζι. Πήγα.
«Αγάπησα», συνέχισε, «τις χώρες και τους λαούς που επισκέφθηκα. Προσπάθησα να κρατάω ανοιχτή την ψυχή και το πνεύμα µου για να καταλάβω ποιος είμαι και πώς είναι οι άλλοι. Ως συγγραφέας εξιστορώ τη γενιά µου, αλλά και αυτοβιογραφούμαι εν µέρει. Τα ταξίδια έχουν τον πρώτο λόγο στο γράψιμο, όπως και στη ζωή µου. Γοητεύομαι από µνήµες καταστάσεων, µε ανθρώπους και µέρη που έχω επισκεφθεί. Όμως, ο αγώνας µε τις λέξεις είναι ταξίδι αυτογνωσίας».
Φεύγοντας µου είπε πως χαίρεται που οι εφημερίδες ενδιαφέρονται για τέτοια θέµατα. Ένας πολύ ευγενικός άνθρωπος, που τον περίμενα τραχύ, εξαιτίας των περιπετειών του.
Τώρα κάθοµαι στο γραφείο µου, ανάβω ένα John Player και κάνω µε το µυαλό µου τα ταξίδια και των τριών τους. Σκοπός όλων όταν σίγουρα η αναζήτηση, η δίψα για περιπέτεια. Στον πρώτο -τον νέο- διέκρινα µια αντίδραση στο κατεστημένο. Στον δεύτερο, την ιερότητα που προσέδιδε στο ταξίδι. Στον τελευταίο, την επιλογή: από την ανάγκη αρχικά και για την αυτογνωσία αργότερα. Όμως, οι ωτοστοπέρ έφυγαν, ταξίδεψαν και δεν ξαναγύρισαν … Σήμερα αποφεύγουμε την περιπέτεια, προτιµούµε τον σίγουρο, ασφαλή «δρόμο» της τηλεόρασης.
Πρέπει, όμως, να ξέρουμε ότι ο κόσμος συνεχώς αλλάζει…
(Απόσπασμα από άρθρο του Α.Β. με τον τίτλο «Το τέλος του ωτοστόπ»).
Έψιλον Ελευθεροτυπίας 6/4/1997
[…] Το νέο βιβλίο του, εκδόθηκε πριν λίγο καιρό απ’ τις εκδόσεις “ΠΑΝΟΠΤΙΚόΝ” (τηλ. 231 0270399). Συμπτωματικά, το έμαθα όταν διάβαζα το άλλο δικό του βιβλίο “Ασσασίνοι του Βορρά, Δροσουλίτες του Νότου” κι αφού είχα συζητήσει με πολλούς ανθρώπους, για το “Τρία φεγγάρια στην πλατεία“. […]