Κριτική
Για τα Κρυφά Ταξίδια
ΟΞΥΑΙΧΜΗ ΤΡΥΦΕΡΟΤΗΣ
Του Γιώργου Σταματόπουλου
Διαβάζω, χρόνια τώρα, τα βιβλία του Τέου Ρόμβου. Έχω εκδηλώσει το θαυμασμό μου γι’ αυτά και γραπτώς. Θαρρώ τα τελευταία του κείμενα συγκεντρωμένα σε τόμο με τίτλο Κρυφά Ταξίδια, είναι η κορύφωση της τέχνης του. Αν όχι η κορύφωση, η επιβεβαίωση. Διακρίνονται με άνεση οξύαιχμη αλλά και η τρυφερότητα της γραφίδας του, τόσο στην ασθματική-ποιητική όσο και τη δοκιμιακή μορφή γραφής. Είναι ο ίδιος εξάλλου αποκαλυπτικός στα δύο-τρία πρώτα διηγήματα, αλλά και σε άλλα.
Είναι μαγευτική η ευκολία του να περνάει από την παρατήρηση στη φαντασία, από τη στιγμή στην αιωνιότητα, από την Αθήνα στο Βερολίνο. Με ξεχωριστή λογοτεχνική μαεστρία ορειβατεί στα βουνά της Αρκαδίας παρέα με τον Πάνα και τον Γκρέγκορι Μαρκόπουλος και με εξαιρετικά λεπτό χιούμορ και αυτοειρωνεία αφηγείται τα επεισόδια στο Παρίσι κατειλημμένος από αμόκ για τη φαγούρα που του προκαλούν οι ψείρες.
Όλα τα ταξίδια του, το γράφει ο ίδιος, είναι ουσιαστικά ένα ταξίδι αυτογνωσίας. Ο συγγραφέας, λέει, αναζητεί τη συγκίνηση. Συμφωνώ. Αλλά πώς γράφεται η συγκίνηση; Ποιες λέξεις τη γράφουν; Και αρκούν οι λέξεις; Σ’ αυτό το σημείο υπεισέρχεται το ταλέντο του συγγραφέα, η καλλιέργειά του, η γεώργωσή του. Ο συγγραφέας ταξιδεύει σε τόπους και χρόνους, παρατηρεί, απομονώνεται και στη συνέχεια αγωνίζεται αγώνα μέγα με το λευκό χαρτί, παλεύει με την αγωνία του (Η αγωνία, ως γνωστόν, προέρχεται από τη λέξη αγών). Τα περιγράφει με ειλικρίνεια όλα αυτά στο Πώς γράφονται τα μυθιστορήματα και δεν εκδίδονται.
Ο συγγραφέας, μερικές φορές, νομίζεις ότι γράφει με το αίμα του, με το δέρμα του, δεινός αναγνώστης ο ίδιος στιβαρών κειμένων από τους καταραμένους της παγκόσμιας λογοτεχνίας Νιώθει φυγάς και αλήτης (ο αλήτης προέρχεται από το αρχαϊκό αλάομαι-αλώμαι, που σημαίνει περιπλανώμαι, τριγυρνώ βλέποντας και παρατηρώντας). Δεν θα μπορούσε να αποτυπώσει τούτη τη συνεχή φυγή σε μια καθιερωμένη γραφή, εύτακτη, υπακούουσα σε κανόνες κάποιας λογοτεχνικής σχολής. Αρχίζει να γράφει και στο λευκό χαρτί αγκαλιάζονται η παιδική ηλικία, η απέχθεια προς την εξουσία, η αγάπη του για το Βερολίνο και τους Αμερικανούς συγγραφείς, ο Βούδας και οι εξεγέρσεις, η αρμονία και ο έρωτας. Παράφορος εναγκαλισμός, απότοκος όμως της ωριμότητας του συγγραφέα, της ικανότητάς του να μετουσιώνει την αγκαλιά σε μεταρσιωτικό χορό, σε διονυσιακή έκσταση, σε απολλώνια γαλήνη.
Από τη μια χάνεται στο ηδονιστικό παραλήρημα της χαρτογράφησης του γυναικείου σώματος, ένα θαυμάσιο κείμενο-ύμνος στη χοϊκή υπέρβαση του έρωτα και από την άλλη, με τρυφερή βιαιότητα, ή με βίαιη τρυφερότητα αποτίει αξιοσύνη τιμής στους συγγραφείς που κάηκαν, λογοκρίθηκαν, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν, θανατώθηκαν γιατί δόξασαν τον ελεύθερο άνθρωπο, στηλίτευσαν τον κυνισμό των εξουσιών, αποκάλυψαν τις εγκληματικές ενέργειες των απανταχού κυβερνώντων.
Σε τούτη τη χορεία των συγγραφέων ανήκει ο Τέος Ρόμβος. Σ’ ένα λαμπρό περιθώριο όπου δημιουργούν και μεγαλουργούν ατίθασα πνεύματα, αντιεξουσιαστικά, που ψάχνουν την εναλλακτική λύση, τη δικαιοσύνη, την αύρα ανεξαρτησίας που δικαιούται να εισπνέει αλλά και να δροσίζεται απ’ αυτήν ο κάθε σκεπτόμενος και εχέφρων άνθρωπος.
Το περιθώριο αυτό δεν είναι αστεία υπόθεση, δεν μπορεί ο καθένας να εισέρχεται στα δώματά του, να στρογγυλοκάθεται και να εκτοξεύει ανώδυνα συνθήματα με επαναστατικό στόμφο, που στην ουσία είναι αλαζονική αδαημοσύνη και ανοησία.
Τις πόλεις του περιθωρίου διαβαίνουν οι μυημένοι, αυτοί που πάλεψαν σκληρά με τα πάθη τους, με τα κείμενα της γνώσης, με τη φωτιά των βιωμάτων και συναναστροφών τους, με τις ιδέες, που, αν και άυλες, προκαλούν τις μεγαλύτερες συγκρούσεις. Ο Τέος Ρόμβος έχει κατακτήσει μια θαυμαστή θέση σ’ αυτό το χώρο έλλαμψης, ξέρει όμως ότι οι θέσεις είναι για άλλους, για τακτικούς της γραφής και της σκέψης. Ο ίδιος δε σταματά να πειραματίζεται, να ανησυχεί, ν’ αγωνιά. Γι’ αυτό δεν πρέπει να παραξενεύει η αυστηρότητα και η ωρίμανση που επιδεικνύει στη δοκιμιακή του γραφή. Οι λέξεις και οι ιδέες έχουν στόχο γιατί απορρέουν από τη μεγάλη διαδικασία της μύησης στη γλώσσα, στη γλώσσα του πάθους και του έρωτα, στη γλώσσα των ποιητών και των προγόνων, στη γλώσσα των μεγάλων εξεγερμένων του πνεύματος. Η γλώσσα του τέρπει και διδάσκει, παιδαγωγεί θα έλεγα, ψυχαγωγεί, υπό την έννοια ότι είναι αγωγός ψυχής η ίδια.
Το αρχέγονο παιγνίδι, η αιώνια αναζήτηση του νοήματος, η αμετάστρεπτη κριτική του στα κακώς κείμενα συγκροτούν τη λογοτεχνία, και όχι τη λογοτεχνικότητα των εκδοτών βεβαίως. «Οι ποιητές της Πλάνης και του Ονείρου – γράφει – ζήσανε αιωρούμενοι σε μιαν άβυσσο που την είχαν έντεχνα επιλέξει. Υπαρξιστές, μπροστά στον επικείμενο θάνατο, χλευάσανε τους εαυτούς τους, μοναχικοί άνθρωποι έσυραν τα βήματά τους αφήνοντας πίσω αιματοκηλίδες, τις υπερόριες γραφές από τις ανοιγμένες φλέβες τους, οι ζωές τους, οι έρωτές τους ιστορίες που μοιάζουν πιότερο με παραμιλητό παρά με ιστορίες συγγραφέων … »
Αυτοί οι μοναχικοί με τις ανοιγμένες φλέβες που παραμιλούν, διασώζουν όμως την έννοια άνθρωπος, ανοίγουν λεωφόρους στην τέχνη, στη ζωή, στην πολιτική. Είναι αυτοί, που με τον βίο τους εκδιώκουν το βαθύ και ακαθόριστο υπαρξιακό αίσθημα του φόβου, ενός φόβου που αφειδώς σκορπίζει η εξουσία. Πάντα ο φόβος ήταν το δεκανίκι της εξουσίας.
Ο Ρόμβος, με τα κείμενά του, σχηματίζει πριόνια γι’ αυτό το δεκανίκι, εφοδιασμένος μ’ ένα αριστουργηματικό λεξιλόγιο, ζηλευτό για πολλούς ομοτέχνους του, ανατριχιαστικά πλούσιο και βαθύ, αρχαίο και νέο, σκοτεινό και στίλβον, ερεβώδες και υψίγονο, άμεσο, υποβλητικό, ερωτικό, σκληρό και τρυφερό. Και αυτό γιατί δε διστάζει να βουτήξει στα άδυτα του ψυχικού και νοϊκού πλαγκτού, τολμά να δώσει φωνή στις δονήσεις και τα μυστικά των νευρικών ινών, στο άρρηκτον του θυμού και της πίκρας. Ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος γι’ αυτόν που βουτάει στο άγνωστο, στα έγκατα, να μη βγει πάλι στην επιφάνεια. Πολλοί έμειναν σ’ αυτά τα σκοτάδια. Ο Τέος Ρόμβος, ευτυχώς, βγαίνει. Δεν ξέρω με πόση δυσκολία. Ξέρω όμως ότι κάθε φορά έρχεται πιο πλούσιος, αναγεννημένος, φρέσκος. Και όταν μιλάει για απαισιοδοξία, όταν υμνεί τη μικρότητα και τη μοίρα του είδους, πίσω από τις λέξεις κρύβεται ο τεράστιος θαυμασμός του για το αρσενικό και το θηλυκό, ακόμα ο αναγεννώμενος έρωτάς του, η χαρά του υπάρχειν, αλλά, κυρίως, του συνυπάρχειν.
Κι έτσι, έχει πάψει πλέον να είναι ο συγγραφέας του δρόμου και των βιωμάτων Αντλεί απ’ αυτά, αλλά τα σφυρηλατεί πλέον στη χοάνη της παιδείας του, της γλώσσας του, της ιερής του μανίας να ρίξει φως στα σκοτάδια. Εξακολουθεί να είναι ακατάτακτος λογοτεχνικά, αλλά ποιο είδος λογοτεχνίας μπορεί να ταξινομήσει τη μανία, την αγωνία, την εξέγερση;
Η γραφίδα του Τέου Ρόμβου έχει κατακτήσει την ανεξαρτησία της. Άλλοτε αρέσκεται στην ελλειπτικότητα, άλλοτε επιλέγει την πλημμυρίδα των λέξεων, ενίοτε επιτίθεται αλλά πάντα γνωρίζει ότι το λευκό χαρτί την περιμένει με λαχτάρα και ανυπομονησία. Ο συγγραφέας απλώς την κρατάει απαλά, με στοργή και ωριμότητα. Γιατί γνωρίζει ότι οι ιδιαιτερότητες της γραφίδας του οφείλονται στο γεγονός ότι αυτή είναι εμβαπτισμένη σε βάθη πόνου, σε ύψη έρωτα, σε χορούς χαράς στην πορεία προς την εξέγερση των πλασμάτων του πλανήτη που ενδόμυχα θέλουν κάποια στιγμή να βρεθούν λίγους πόντους πάνω από τη Γη.
Η γραφίδα του Ρόμβου πετυχαίνει αυτό το μικρό θαύμα. Μας αφαιρεί τη χοϊκότητα, μας προσδίδει το ιερό, μας ανυψώνει λίγους πόντους πάνω από τη Γη.
ΠεριΩδικό της Πόλης-Καβάλα
ΤΑΞΙΔΙ ΚΑΙ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ
Στη μνήμη της Αγγελικής Ξύδη
Της Μαρίας Κατεργάρη
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, ο Ηλίας Πετρόπουλος κατακεραύνωνε τον καθηγητή Σαββίδη γιατί επέμενε να ασχολείται με τους «Σεφέρηδες» και όχι με τους ποιητές που έχουν κάτι να πουν. Τέτοιοι ποιητές, κατ΄ αυτόν, είναι ο Γκόρπας, ο Υφαντής και ο Ρόμβος. «Και μάλιστα νομίζω», δήλωνε, «πως αυτός ο Ρόμβος είναι ο ποιητής(..) που έγραψε τις ωραιότερες σκηνές της πεζογραφίας μας».(1)
Μια δεκαετία αργότερα ο Κ. Βούλγαρης στο περιοδικό « Ο Πολίτης»(2) αναρωτιόταν πώς ένας «κατ΄ αρχήν ύποπτος», μπορεί «να έχει πειθαρχημένη λογοτεχνική γραφή και μάλιστα στο έδαφος της πλατείας Εξαρχείων ή στα ατέλειωτα χιλιόμετρα των πλάνων ευρωπαϊκών αυτοκινητόδρομων και αφρικανικών καρόδρομων».Για να καταλήξει: Κάνει λογοτεχνία όμως ο Ρόμβος;
Δύο, διαφορετικής εκκίνησης και καταγωγής, κοιτάγματα στο έργο του Ρόμβου που θα μπορούσαν και να απαντηθούν με το τελευταίο του βιβλίο «Κρυφά ταξίδια», που εκδόθηκε τον Μάιο του 2005 από τις εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος και τον Μιχάλη Πρωτοψάλτη.
«Την έμπνευση δεν τη στέλνουν οι ουρανοί, την προκαλούν τα γεγονότα. Γι΄ αυτό ο συγγραφέας παρακολουθεί αυτά που συμβαίνουν γύρω του. Παρατηρεί ό,τι έχει γι΄ αυτόν ζωτική σημασία. Αυτό που θα τον αγγίξει θα γίνει η ιστορία του», γράφει χαρακτηριστικά ο Ρόμβος.
Εκεί που φτάνει το βλέμμα, «στο άπειρο, στο απέραντο της ύλης και του κόσμου», όπως χαρακτηριστικά γράφει ο ίδιος, δεν υπάρχουν κανόνες και ρόλοι στη γραφή.
Το βίωμα εκσφενδονίζεται απροσδόκητα, ο λόγος γίνεται ειρηνικός και βίαιος μαζί, τσιτάτα και επιτηδεύσεις δεν υπάρχουν. Και πολλές φορές το αποτέλεσμα είναι παράγωγο της ίδιας της στάσης ζωής, των βιωμάτων και της μνήμης, των επιλογών μα και της συγκυρίας. Εδώ η ζωή οδηγεί, δεν καθοδηγείται, γι΄ αυτό και η γραφή ξεπηδά αβίαστη, βιωματική και για τούτο αυθεντική.
Ο εκδότης του Μιχάλης Πρωτοψάλτης μιλά στην «Εποχή» γι΄ αυτόν:
«Τον Τέο Ρόμβο τον γνώρισα στη μεταπολίτευση, το 1975, στο βιβλιοπωλείο του στην οδό Κωλέττη στα Εξάρχεια, στο περίφημο Octopus. Το Octopus ήταν το πρώτο αναρχικό βιβλιοπωλείο που φτιάχτηκε στην Ελλάδα αφού από τα χρόνια της χούντας υπήρχαν οι εκδοτικοί οίκοι Πράξη και Διεθνής Βιβλιοθήκη (αργότερα και ο Ελεύθερος Τύπος), περιοδικά και εφημερίδες, αλλά κανένα βιβλιοπωλείο.
Στο Octopus μαζεύονταν εκτός από αναρχικούς και αμφισβητίες, άνθρωποι περιθωριακοί και μοναχικοί που αποκτούσαν εκεί μια κοινωνικότητα, τα πρώτα φρικιά, πρωτοπόροι καλλιτέχνες αλλά και άτομα με ψυχολογικά προβλήματα που έβρισκαν ένα χώρο ελευθερίας, ο οποίος χωρίς υπερβολή μπορεί να έπαιζε και κάποιο ρόλο, αν όχι θεραπευτικό, τουλάχιστον ανακουφιστικό. Το Octopus γρήγορα έγινε ένας χώρος άνθισης παράξενων ιδεών και σουρεαλιστικών ή ντανταϊστικών χειρονομιών…. Υπήρχε μια ατμόσφαιρα κοινοβιακή, ερωτική, εξεγερσιακή και μπίτνικ… Ο Ρόμβος και οι άλλοι μεγαλύτεροι, με το παράδειγμά τους, μας έμαθαν τι σημαίνει η καθημερινή ζωή να είναι αξεχώριστη από την πολιτική στάση…. Δεν υπήρχε κανένα political correct, μια πραγματική αναρχία… Σε μια εποχή που η νεολαία ήταν στρατευμένη στα σταλινικά κόμματα και ασφυκτιούσε από την κομματική πειθαρχία, το γνήσια ελευθεριακό πνεύμα που είχε εμφυσήσει στο Octopus o Ρόμβος ήταν ό,τι έπρεπε για μας τους πιτσιρικάδες που ασφυκτιούσαμε στην οικογένεια, στο σχολείο, στο φροντιστήριο, διψάγαμε για αντιεξουσιαστικές ιδέες και επιπλέον είχαμε και τα δυο πόδια στη σεξουαλική στέρηση…
Στο Octopus προμηθευόμασταν τα πρώτα αναρχικά περιοδικά, τις μπροσούρες και τις προκηρύξεις… και ακούγαμε τον Ρόμβο να μιλάει για τις εμπειρίες του στο Μάη του ’68 και στα κοινόβια της Γερμανίας. Αν κάτι από τότε άλλαξε προς το καλύτερο, αν κάτι κάναμε, όλοι όσοι περάσαμε από το Octopus, για να μην είναι οι θεσμοί της οικογένειας και του σχολείου τόσο καταπιεστικοί, για να μην πηγαίνουν οι νέοι στο στρατό, για να μπορούν να έχουν ελεύθερες ερωτικές σχέσεις κ.λ.π., η συμβολή του Ρόμβου ήταν καθοριστική».
Λυρικός αφηγητής του περιθωρίου ο Ρόμβος, συχνά, εξιστορεί τη γενιά του αλλά και αυτοβιογραφείται εν μέρει. Από τον μικρόκοσμο της πλατείας Εξαρχείων ( «Τρία φεγγάρια στη πλατεία») στο Κονγκό της Αφρικής( «Πλάνος δρόμος» ) κι από κει βουτιά στις μέρες του Βερολίνου («Κείμενο πάθος»), μιλά συχνά με μια φωνή συναισθηματικά φορτισμένη, για ένα κοινωνικό χώρο που ίσως πια δεν υφίσταται, μα και για τα ταξίδια που έχουν πάντα το πρώτο λόγο στο γράψιμό του και τη ζωή του.
«Με μάγεψε ο Ντάνιελ Ντιφόου που μέσα από διηγήσεις ταξιδιωτών έπλασε τον Ροβισώνα Κρούσο. Στα αποσπάσματα των διάσημων Αράβων θαλασσοπόρων Αλ-Ιντρίσι, Αλ Καζουίνι και Ιμπν-ελ-Ουάρντι ξαναβρήκα τους Πολύφημους, τους Πυγμαίους και τις γόησσες του Ομήρου και του Ηρόδοτου, τη δραπέτευση του Αριστομένους από το σπήλαιο, τα θαλάσσια τέρατα του Πλίνιου, το μαγνητικό βουνό του Αγίου Μπρενάν. Οδηγημένος απ΄ όλα αυτά έφτασα στο ταξίδι του γραψίματος…»(3)
Πρόκειται για μια «λογοτεχνία που τρέφεται από το ίδιο το αίμα του συγγραφέα της, από τις περιπλανήσεις και τα πάθη του, από την αγωνία»(4) και τις αντιφάσεις του. Και όπως ο ίδιος έχει ομολογήσει «ο αγώνας με τις λέξεις είναι ένα ταξίδι αυτογνωσίας»(5) κι αυτός.
Οι αντιήρωες του Ρόμβου μοιάζει να βιώνουν, με το πάθος μιας αιώνιας εφηβείας, τη μοναξιά, την τρέλα, τον αισθησιασμό, την αμφισβήτηση, την αλητεία ή την αδιέξοδη απελπισία τους, αγκιστρωμένοι από τη στιγμή. Πολλοί από αυτούς μοιάζει να ξεπηδούν απ΄ τη «νεκρή ζώνη» της κοινωνίας για να ζήσουν πταιστές μέρες, τρέφονται απ΄ την οργή ή τη τρυφεράδα του συγγραφέα τους, αυτοαμφισβητούνται και μετρούν το χρόνο με το δικό τους πασέτο, ρίχνονται στη φυγή και σεργιανούν ατάραχοι.
Στην έκταση τούτης της σκέψης «συχνάζει» επίμονα κι ο Ρόμβος, για τη ζωή στο δρόμο, μέσα από χιλιάδες χιλιόμετρα, πυρπολημένες μέρες νεότητας, γεμάτες από «έρωτα, σμιξίματα και χωρισμούς», χρονομετρώντας με πείσμα το αδιέξοδο ξόδι της φυγής.
Σημειώσεις:
(1)Συνέντευξη Η. Πετρόπουλου, περιοδικό «Γυναίκα» 24/5/89
(2)Περιοδικό «Ο Πολίτης»,Ιούλιος 98
(3) «Κρυφά ταξίδια», εκδ. «Βιβλιοπέλαγος», 2005
(4)Γ. Σταματόπουλος, εφ. «Αυριανή»,21/11/93
(5) «Έψιλον», εφ. «Ελευθεροτυπία», 6/4/97
ΤΑ ΚΡΥΦΑ ΤΑΞΙΔΙΑ ΤΟΥ ΤΕΟΥ ΡΟΜΒΟΥ
του Μιχάλη Πρωτοψάλτη
O Εμπειρίκος πέθανε το 1975. Είναι η εποχή που αρχίζουν να εμφανίζονται τα βιβλία του Τέου Ρόμβου: O Τέος Ρόμβος παρουσιάστηκε σαν η συνέχεια του Εμπειρίκου, αλλά δεν έχει καμιά λογοτεχνική σχέση με τον Εμπειρίκο. O Εμπειρίκος χρησιμοποιεί, εντέχνως, την καθαρεύουσα, ενώ ο Ρόμβος γράφει στην τρέχουσα δήθεν – δημοτική, και, ενίοτε, καταφεύγει στα φλοράδικα της σύγχρονης νεολαίας. Oι μεγάλοι πορνογράφοι είναι, συχνότατα, κουραστικοί κυρίως, ο Καζανόβα και ο Ντε Σαντ. O Εμπειρίκος δεν ένιωσε αυτό το επικίνδυνο φαινόμενο. Γι’ αυτό δέχτηκε, μεταθανατίως, την επίθεση κάποιου άθλιου υφηγητή της Θεσσαλονίκης. Όλως αντιθέτως, ο Τέος Ρόμβος γλιστράει με μαεστρία μέσα στα λυρικότατα κείμενά του ορισμένες (εξ ίσου λυρικότατες) ερωτικές σκηνές, που άλλοτε γεμίζουν μια παράγραφο, και, άλλοτε εκτείνονται σε δυο-τρεις σελίδες.
ΗΛΙΑΣ ΠΕΤΡOΠOΥΛOΣ, ΚOΥΡΑΔOΚOΦΤΗΣ
Αυτά έγραφε ο Ηλίας Πετρόπουλος και θα συνεχίσω με τον Ηλία όχι μόνο γιατί ήταν ο μέντορας της παρέας μας, όταν ήμουνα στα 17 μου, αλλά γιατί ο Πετρόπουλος δεν θα αφιέρωνε ένα ολόκληρο κεφάλαιο για τον Ρόμβο αν δεν πίστευε ότι ο Τεό είναι ένας μεγάλος συγγραφέας. «Αγνοώ γιατί οι εκδότες αποφεύγουν τα πεζογραφήματα τον Τέου Ρόμβου» -γιατί τότε ο Ρόμβος αντιμετώπιζε πρόβλημα ακόμα και να βρει εκδότη- «Υφίστανται για το έργο του μερικές σύντομες κριτικές: του έντιμου Νίκου Ντόκα και του μακαρίτη Κώστα Σταματίου (αμφότερες του 1988). Επακολούθησαν κάποιοι άλλοι βιβλιοπαρουσιαστές (η Μαρία Κατεργάρη, ο Κώστας Βούλγαρης και ορισμένοι ανώνυμοι). Αναφέρω τα ονόματά τους για να τους τιμήσω. Ωστόσο, οι άνθρωποι που εξαρχής αγάπησαν τον Τεό Ρόμβο, και πρώτοι τον παρουσίασαν, είναι ο Λεωνίδας Χρηστάκης και ο Πάνος Κουτρουμπούσης. Και θα προσθέσω κάτι ακόμη, που έχω δηλώσει: Αυτοί που θα επιζήσουν δεν είναι οι νεκροθάφτες κριτικοί, αλλά οι Ποιητές και οι Πεζογράφοι. O Τέος Ρόμβος, εδώ και λίγα χρόνια, απεσύρθη στην Άνω Σύρο. Oι κριτικοί μας νομίζουν (ή ελπίζουν) πως τον έχουν πληγώσει θανάσιμα. Τους πληροφορώ ότι ο Τέος Ρόμβος εγκατέλειψε την Αθήνα των κλικαδόρων, κουβαλώντας μαζί του το ασίγαστο πάθος του και το αξιοθαύμαστο ταλέντο του. Και εκεί, στην απομόνωσή του, γύρισε με τα πόδια (επί τρία χρόνια) τη Σύρο, τραβώντας χιλιάδες φωτογραφίες όλων των χαραγμάτων που ανακάλυψε – αυτό είναι το θέμα του βιβλίου που φέρει τον τίτλο: «Ίχνη, η Φωνή της Πέτρας».
Εγώ τον Τέο Ρόμβο τον γνώρισα στη μεταπολίτευση, το 1975, στο βιβλιοπωλείο του στην οδό Κωλέττη στα Εξάρχεια, στο περίφημο Octopus. To Octopus ήταν το πρώτο βιβλιοπωλείο της αμφισβήτησης που φτιάχτηκε στην Ελλάδα, αφού από τα χρόνια της χούντας υπήρχαν αριστεροί, ακροαριστεροί και αναρχικοί εκδοτικοί οίκοι, περιοδικά και εφημερίδες, αλλά κανένα βιβλιοπωλείο.
Στο Octopus μαζεύονταν εκτός από αμφισβητίες, άνθρωποι περιθωριακοί και μοναχικοί που αποκτούσαν εκεί μια κοινωνικότητα, πρωτοπόροι καλλιτέχνες αλλά και άτομα που έψαχναν ένα χώρο ελευθερίας, ο οποίος χωρίς υπερβολή μπορεί να έπαιζε και κάποιο ρόλο, αν όχι θεραπευτικό, τουλάχιστον ανακουφιστικό. To Octopus γρήγορα έγινε ένας χώρος άνθισης παράξενων ιδεών και σουρεαλιστικών ή ντανταϊστικών χειρονομιών. Υπήρχε μια ατμόσφαιρα κοινοβιακή, ερωτική, εξεγερσιακή και μπιτνίκικη. Η βασική ιδέα που διαπερνούσε όλους μας, που μας έδινε ζωντάνια και δυναμική ήταν το αίτημα για την απελευθέρωση της καθημερινής ζωής εδώ και τώρα. Το «μίνιμουμ πολιτικό πρόγραμμα» -και το λέω έτσι, για να μην ξεχνάμε πως τότε ήταν μια εποχή έντονης πολιτικοποίησης- αυτό, λοιπόν, το «μίνιμουμ πολιτικό πρόγραμμα» συνίστατο στο να κάνουμε την ίδια τη ζωή μας τέχνη. O Ρόμβος και οι άλλοι μεγαλύτεροι με το παράδειγμά τους μας έμαθαν τι σημαίνει η καθημερινή ζωή να είναι αξεχώριστη από την πολιτική στάση. Αυτή τη συνέπεια ο Τέος Ρόμβος την κράτησε ευλαβικά μέχρι σήμερα που ασχολείται με τα οικολογικά προβλήματα. Εκείνο που με είχε εντυπωσιάσει στον Τέο ήταν η φυσική του ευγένεια και η βαθιά και βιωμένη πίστη του στην ελευθερία. Παρότι ήταν και ο ιδιοκτήτης του βιβλιοπωλείου (τυπικά, γιατί ο καθένας έκανε ό,τι ήθελε εκεί μέσα -επιπλέον αμφιβάλλω αν έβγαλε έστω μια δραχμή από το Octopus) και ο μεγαλύτερος σε όλη την παρέα, δεν επέβαλλε το δικό του και άφηνε τον καθέναν να εκφράζεται όπως νόμιζε και ήθελε.
O Ρόμβος παρότι μπορούσε, δεν ήθελε να είναι αρχηγός. Ακόμη και σήμερα δεν υπάρχει απ’ όσο τουλάχιστον γνωρίζω καμιά ομαδοποίηση που να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Σε μια εποχή που η νεολαία ήταν στρατευμένη στα σταλινικά κόμματα και ασφυκτιούσε από την κομματική πειθαρχία, το γνήσια ελευθεριακό πνεύμα που είχε εμφυσήσει στο Octopus ο Ρόμβος ήταν ό,τι έπρεπε για μας τους πιτσιρικάδες που ασφυκτιούσαμε στην οικογένεια, στο σχολείο, στο φροντιστήριο και διψάγαμε για ελευθεριακές ιδέες…
Η παρέα μου, που και περιοδικά εκδώσαμε και, πιστεύω όλοι κάτι προσφέραμε, στο Octopus προμηθευόμασταν τα πρώτα ανατρεπτικά περιοδικά, τις μπροσούρες και τις προκηρύξεις. Εκεί πρωτοφλερτάραμε, πρωτομάθαμε πολιτική, γνωρίσαμε άλλους με ιδέες παρόμοιες με τις δικές μας και ακούγαμε τον Ρόμβο να μιλάει για τις εμπειρίες του στα κοινόβια της Γερμανίας και στο Μάη του ’68. Γι’ αυτό και τον φωνάζαμε τότε Τεό –ο γαλλικός Μάης ήταν ακόμη πρόσφατος και μας τραβούσε σαν μαγνήτης- αργότερα ο Λεωνίδας Χρηστάκης το εξελλήνισε: ο Τέος, του Τέου.
Αν κάτι από τότε άλλαξε προς το καλύτερο, αν κάτι κάναμε, όλοι όσοι περάσαμε από το Octopus, για να μην είναι τα πράγματα όπως ήταν και στη Χούντα, η συμβολή του Ρόμβου ήταν καθοριστική.
Eρωτικές σελίδες
O Τέος Ρόμβος -«ο ποιητής που έγραψε τις ωραιότερες ερωτικές σελίδες της πεζογραφίας μας», όπως τον αποκαλεί ο Ηλίας Πετρόπουλος- στο έβδομο βιβλίο του, για να ξεκινήσω ανάποδα -για το τελευταίο, το δοκίμιο για τον Πλωτίνο Ροδοκανάκη, θα σας μιλήσει ο Περικλής Κοροβέσης- στα Κρυφά Ταξίδια, αφήνει το διήγημα και το μυθιστόρημα και καταπιάνεται μ’ ένα δύσκολο είδος: το βιωματικό δοκίμιο.
Θεματικά, όπως και στα μυθιστορήματα του τον Πλάνο Δρόμο και το Κείμενο Πάθος έτσι κι εδώ, επανέρχεται στη γραφή ως εσωτερικό (και όχι μόνο) περιπετειώδες ταξίδι και στην περιπλάνηση στο χώρο και στο χρόνο ως γραφή.
Στην πρώτη περίπτωση, στη γραφή ως εσωτερικό ταξίδι, ανήκουν τα δοκίμια: Η Πρώτη Ύλη (του συγγραφέα), Πώς Γράφονται τα Μυθιστορήματα και Δεν Εκδίδονται (σχέση συγγραφέα και εκδότη), Το Βιβλίο, O Αγαπημένος μου Συγγραφέας (για το γερμανό συγγραφέα Γιοργκ Φάουζερ), Oι Κακοί Αμερικάνοι (για τους πλάνητες και «αιρετικούς» λογοτέχνες των ΗΠΑ), Τέλος στην Αγωνία (αναφορά στους αυτόχειρες και αυτοκαταστροφικούς λογοτέχνες), Τα Επικίνδυνα Κείμενα (για συγγραφείς και έργα που διώχτηκαν από την εξουσία) και τέλος η Αυτοανάφλεξη (για τη διαστροφή του ερωτικού πάθους και του πάθους για το κείμενο σε μανία θανάτου).
Στη δεύτερη περίπτωση, στο ταξίδι ως γραφή, ανήκουν τα δοκίμια: Στο Δρόμο, O Ταξιδευτής (αναφορά στους ταξιδευτές συγγραφείς), Τη Μέρα που Πέθανα (για το αυτοκίνητο). Τα υπόλοιπα δοκίμια συνδέουν τις δυο προηγούμενες κατηγορίες με αρμούς την ποιητική του έρωτα και της εξέγερσης: (Χαρτογράφηση της Γυναικείας Υπαίθρου, Η «Αφροδίτη των Κήπων», Το Ξενοδοχείο της Λίλλης, Η Φωνή της Αλήθειας – τα δυο τελευταία για το Μάη του ’68) χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αυτή η σύνδεση με τα ίδια υλικά τον έρωτα και την εξέγερση δεν γίνεται και στο εσωτερικό κάθε δοκιμίου.
Τέλος, Το Χλωμό Πρόσωπο και το Αυτοβιογραφούμενος, με το οποίο κλείνει η συλλογή είναι δυο καθαρά αυτοβιογραφικά δοκίμια.
Η γραφή του Ρόμβου «αλήτισσα, αδιαφορούσα για τους κανόνες και τους «ρόλους» της λογοτεχνίας (…) τρέφεται από το ίδιο το αίμα του συγγραφέα, από τις περιπλανήσεις του, από τα πάθη του, από την αγωνία του, από το θυμό του και από την αγάπη του», γράφει ο καλός δημοσιογράφος Γιώργος Σταματόπουλος στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία).
«Oι αντιήρωες του Ρόμβου μοιάζει να βιώνουν, με το πάθος μιας αιώνιας εφηβείας, τη μοναξιά, την τρέλα, τον αισθησιασμό, την αμφισβήτηση, την αλητεία ή την αδιέξοδη απελπισία τους, αγκιστρωμένοι απ’ τη στιγμή.
Πολλοί απ’ αυτούς μοιάζει να ξεπηδούν απ’ τη «νεκρή ζώνη» της κοινωνίας για να ζήσουν πταιστές μέρες, τρέφονται απ’ την οργή ή την τρυφεράδα του συγγραφέα τους, αυτοαμφισβητούνται και μετρούν το χρόνο με το δικό τους πασέτο, ρίχνονται στη φυγή και σεργιανούν ατάραχοι.
Στην έκταση τούτης της σκέψης «συχνάζει» επίμονα κι ο Ρόμβος, για τη ζωή στο δρόμο, μέσα από χιλιάδες χιλιόμετρα, πυρπολημένες μέρες νεότητας, γεμάτες από «έρωτα, σμιξίματα και χωρισμούς», χρονομετρώντας με πείσμα το αδιέξοδο ξόδι της φυγής», επισημαίνει καίρια η Μαρία Κατεργάρη στην εφημερίδα Εποχή.
Θα ήθελα να προσθέσω δυο λόγια και για τα παλαιότερα βιβλία του Ρόμβου που έχουν κάνει πλέον από δύο έως και τέσσερις εκδόσεις.
Το Ασσασίνοι του Βορρά, Δροσουλίτες τον Νότου είναι μια συλλογή διηγημάτων. Το διήγημα Γλυκαμάν το θεωρώ από τα καλύτερα διηγήματα της πεζογραφίας μας στον 20ο αιώνα. Εκεί κατατάσσω και ένα διήγημα του Περικλή Κοροβέση το Ένας Εκδότης με τις Εκδόσεις του, από τη συλλογή Γυναίκες Ευσεβείς του Πάθους.
O Πλάνος Δρόμος, για πολλούς το καλύτερο μυθιστόρημα του Ρόμβου, εκτυλίσσεται στην Αφρική αλλά και στα Εξάρχεια της αμφισβήτησης εκεί γύρω στα 1980. Είναι ένα ερωτικό μυθιστόρημα, όπως άλλωστε και το Κείμενο Πάθος.
Για το Κείμενο Πάθος θα σας δώσω κάποιες οδηγίες χρήσης…
Kείμενο πάθος
O Τέος Ρόμβος με το Κείμενο Πάθος, επανέρχεται στα δυο κατεξοχήν αγαπημένα του θέματα, συνδέοντάς τα: Στο κείμενο ως πάθος, στη γραφή ως εκπληρωμένο πόθο και κορεσμένο πάθος, και στο πάθος που κείται, όταν σώμα και ψυχή έχουν γίνει -αυτοαναφλεγόμενο ή ετεροπυρπολημένο- παρανάλωμα πυρός. Η ποιητική του έρωτα συναντά την ποιητική της γραφής.
Σημείο φυγής: η ποιητική του ταξιδιού. O τρίτος πόλος στη λογοτεχνία του Ρόμβου -σαφέστερος στον «Πλάνο Δρόμο»- εμφανίζεται κι εδώ με δύο κυρίως ταξίδια. Η Μιντιλού, η Μιντιλού που κάπνιζε Ζιτάν, η αρχετυπική μοιραία γυναίκα του Ρόμβου -παλαιά γνώριμη από τις συλλογές διηγημάτων Τηλεφυματίωση (1976) και Τρία Φεγγάρια στην Πλατεία (1985)- φεύγει μέσω Γαλλίας και Ισπανίας για το Μαρόκο μαζί με τον Γιοργκ, φίλο και συγκάτοικο του ήρωα/αφηγητή. Μετά γυρνά και ο ήρωας την ξαναπαίρνει σ’ ένα ταξίδι νοσταλγίας (;), συγχώρεσης (;), επανασύνδεσης(;), γνωριμίας ουσιαστικής με αυτόν και τη χώρα του.
O πραγματικός χωρόχρονος του μυθιστορήματος, το γερμανικό 1968, είναι -όπως και στις άλλες χώρες- μια «χρονιά» που εκτείνεται παραπάνω από μια δεκαετία. Με τον ίδιο τρόπο διαστέλλεται και ο χρόνος στο Κείμενο Πάθος.
Από το 1965, όταν οι διαδηλώσεις για το Βιετνάμ δεν μαζεύουν παραπάνω από διακόσια άτομα, στις δεκάδες χιλιάδες διαδηλώσεων του ’68-’69. Από τότε που η Oυλρίκε Μάινχοφ είναι απλώς μια αριστερή δημοσιογράφος και ο Αντρέας Μπάαντερ δεν έχει κάψει το σούπερ μάρκετ μέχρι τη φυλάκιση τους στα λευκά κελιά, τότε ακόμη που Γιόσκα Φίσερ και ο Ντανιέλ Κον Μπεντίτ μένουν σε κατάληψη, όπως και οι ήρωες του μυθιστορήματος. Και από εκεί στο τόσο μακρινό -αλλά και κοντινό πλέον σε εμάς- γερμανικό Φθινόπωρο του 1977, όπου ο Μπάαντερ, η Ένσλιν και ο Ράσπε βρίσκονται νεκροί στις φυλακές Σταμχάιμ, όπως ένα χρόνο πριν η Μάινχοφ.
Από τη Γερμανία του 1968 στην Ελλάδα της χούντας των Συνταγματαρχών. Από το Μέλανα Δρυμό στο εκτυφλωτικό φως ενός αρσενικού ήλιου που βυθίζεται σε μια θηλυκή θάλασσα. O σκηνοθέτης Ρόμβος παίζει με το φως και το σκοτάδι. O ναρκισσισμός της Μιντιλού δεν θ’ αντέξει: Σκίζει τη ζωγραφική της… Μετά από λίγο αυτοκτονεί…
Για τα Τρία Φεγγάρια στην Πλατεία, τα πεζογραφήματα του Ρόμβου, δεν θα σας μιλήσω σήμερα, αλλά ελπίζω μια άλλη φορά με την ευκαιρία της τέταρτης έκδοσης, που προσδοκώ να γίνει μέσα στο 2006 ή στις αρχές του επόμενου έτους…
Εφημερίδα: «Άποψη»
Παρασκευή 30 Ιουνίου 2006
ΜΙΑ ΑΚΟΜΑ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΤΕΟΥ ΡΟΜΒΟΥ
Από τον Νίκο Λέκκα
Αγαπητοί μου σύντροφοι, καλημέρα
Ανήμερα του αγίου Βαλεντίνου, προστάτη των ερωτευμένων, αντί να κάθομαι να κλαίω την μοίρα μου, και την μοναξιά μου, δηλαδή κυρίως την μοναξιά χωρίς κτητικό όλων των ανθρώπων που ακουμπιούνται αλλά δεν αγγίζονται, αντί να θρηνώ για χαμένους έρωτες, είπα να καταπιαστώ με ερωτικά βιβλία στις παραμέτρους.
Το έχω δηλώσει αγαπητοί μου ότι υποκλίνομαι στην μαεστρία της γραφής του Τέου Ρόμβου, ενός ταλέντου που ευτυχώς για μας, το κοινό του, δεν βιάστηκε να καεί και παραμένει μάχιμος ως και σήμερα, παρότι ο καιρός που διανύουμε θεωρείται αντιεμπορικός.
Αλλά για σταθείτε, σύντροφοι, αντιεμπορικός ένας άνθρωπος που χωρίς καμιά διαφήμιση από τα ΜΜΕ, έχει φτάσει να κάνει στα περισσότερα έργα του από δύο έως τέσσερις εκδόσεις… Και πόσοι πραγματικά βιβλιόφιλοι υπάρχουν στην Ελλάδα; Φυσικά, αγαπητοί μου σύντροφοι, δεν κατατάσσω στην κατηγορία των βιβλιόφιλων τους καθ’ όλα συμπαθητικούς αλλά ανίδεους μεροκαματιάρηδες (στην κατηγορία αυτή υπερτερούν γυναίκες με βαμμένα νύχια και χοντρά καλτσόν) που διαβάζουν μέσα στα ΜΜΜ ελληνική και παγκόσμια λογοτεχνία, κυριών κυρίως και λιγότερο κυρίων, που εκδίδουν σχεδόν κατά κόρον εκδότες τύπου Ψυχογιός και παρεμφερείς εκδοτικοί οίκοι.
Ο Τέος Ρόμβος, ως ελεύθερος συγγραφέας, προτίμησε στις πρώτες εκδόσεις των έργων του μικρούς εκδοτικούς οίκους, φιλικούς προς το λογοτεχνικό περιθώριο, αν και οι περισσότεροι – σχεδόν όλοι πλέον- ανήκουν στην ιστορία. Ενδεικτικά αναφέρω τις εκδόσεις: Στύγα (για το Βορρά και το Νότο), Χάος και Κουλτούρα (για το Κείμενο Πάθος), Ηλέκτρα (για τον Πλωτίνο Ροδοκανάκη)…και το θρυλικό βιβλίο «Τρία φεγγάρια στην Πλατεία» από τις δικές του εκδόσεις «Ο Σκύλος Που Κλαίει»…μέχρι το τελευταίο του βιβλίο, ένα ακατάτακτο ως προς το είδος, για τον Γεώργιο Νέγρο τον πειρατή του Αιγαίου από τις εκδόσεις Πανοπτικόν (αυτές είναι εκδόσεις του σήμερα, που εύχομαι όσο το δυνατόν αργότερα να γίνουν και αυτές ιστορικές)
Εκτός από την πεζογραφία ο Τέος Ρόμβος εμφανίστηκε ανά τακτά χρονικά διαστήματα και ως μεταφραστής αλλά και ως αρθογράφος σε εφημερίδες και περιοδικά, από την παλιά Ελευθεροτυπία έως το ξακουστό Ιδεοδρόμιο, με δοκίμια (κατά την γνώμη μου πάντα) εξαιρετικού ενδιαφέροντος και εύγλωττη γραφή, με μοναδική ευαισθησία και με νηφάλια κρίση.
Πέριξ του 2005, ο συγγραφεύς μαζεύει 19 δοκίμια (άλλα δημοσιευμένα άλλα όχι) και τα εκδίδει ως σώμα σ’ ένα τόμο με τίτλο «Κρυφά Ταξίδια» από τις εκδόσεις του γνωστού στον αναρχικό χώρο, και όχι μόνον, Μιχάλη Πρωτοψάλτη «Βιβλιοπέλαγος».
Θα ξεκινήσω από τον τίτλο «Κρυφά Ταξίδια». Τι εννοεί ο Ποιητής, από την πλευρά του αλήτη; Γιατί αγαπητοί μου, μεταξύ Ποιητή και αλήτη, γοητευτείτε από τις ευαίσθητες ονειροπολήσεις του ποιητή καθώς επίσης από τις αυτογνωσιακές περιπλανήσεις του αλήτη. Και γιατί κρυφά; Ένα πράγμα σαν μαστούρα. Για να μην παρεξηγηθώ θέτω τον όρο απ’ τα γεννοφάσκια του, δηλαδή φιλήδονος – ηδονιστικός…
Ο ίδιος αναφέρει ότι τα ταξίδια τα γράφει ο ίδιος ως ταξίδι συγκινησιακής αυτογνωσίας. Ο συγγραφέας αφουγκράζεται τους εξωτερικούς παράγοντες, όπως τόπους, σε ένα φλάς μπακ μνήμης έχοντας ακονίσει στο έπακρο την παρατηρητικότητα που έχει μετουσιωθεί σε ταλέντο. Αυτά μας τα χαρίζει ως δίδαγμα για την προϋπόθεση της γραφής στα δοκίμια : Πρώτη Ύλη, εδώ πρέπει να επικαλεστούμε την μούσα Σιωπή… Πώς γράφονται τα μυθιστορήματα και δεν εκδίδονται όπου κάποια από αυτά φέρνουν εν δυνάμει τον μοντερνισμό, τον κλασικισμό, το ανατρεπτικό στοιχείο και οι εκδότες κάνουν το κορόιδο, το Βιβλίο, Ο αγαπημένος μου συγγραφέας (αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι πρόκειται για τον Γερμανό Γιοργκ Φάουζερ), οι Κακοί Αμερικάνοι (το πλήρες κείμενο από τον τόμο των μεταφράσεων του ομότιτλου βιβλίο σε δική του μετάφραση των εκδόσεων Χάος και Κουλτούρα. Προσωπικά οφείλω να ομολογήσω ότι ο μόνος συγγραφέας που ήξερα από τους ανθολογούμενους ήταν ο Μπουκόφσκι. Καταπληκτική βρήκα την περίπτωση της ποιήτριας Λίντα Κίνγκ), τα Επικίνδυνα κείμενα, για τους λογοτέχνες που από την Κυρίαρχη τάξη, και εν τέλει αγαπητοί μου σύντροφοι από την εξουσία, λόγω περιεχομένου λογοκρίθηκαν. (Εδώ σας υπενθυμίζω ότι έχουν κοπεί αριστουργήματα παγκόσμιας εμβέλειας ως προσβλητικά προς τα κοινώς παραδεχτά πιστεύω είτε ως επαναστατικά, είτε επειδή φτύνουν το τρίπτυχο Πατρίς – θρησκεία – οικογένεια). Αυτογνωσία για το φετίχ της καψούρας, και τέλος αγαπητοί μου σας αφήνω το κορυφαίο σύμφωνα με τις εμμονές μου το Τέλος στην Αγωνία για τους αυτόχειρες και τους αυτοκαταστροφικούς συγγραφείς. Εδώ αγαπητοί μου συμπεριλαμβάνονται οι αγαπημένοι μου ποιητές (κυρίως) αλλά και πεζογράφοι που μεσοπολέμου και της μεταπολιτευτικής γενιάς. Κάποτε από τους Έλληνες είχα φάει κόλλημα με τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη και την Κατερίνα Γώγου. Όσο για τους ξένους υπερήφανα σας αναφέρω την οδύσσεια με το ποτό του Τζακ Λόντον που βιβλία του κυκλοφορούν και από αυτές τις εκδόσεις. Το ένα μάλιστα αναφέρεται στον Αλκοολισμό από το πρώτο ποτήρι. Όλη η πορεία. Σωστά σκέπτεστε, αγαπητοί μου, ο γράφων το άρθρο αυτό έχει θέμα με τις εξαρτήσεις και το άλλο για τις αλητείες…
Καιρός όμως σύντροφοί μου να δούμε και τα ρεαλιστικά ταξίδια, μην είμαστε και τόσο βαθυστόχαστοι, σ’ αυτά ανήκουν τα δοκίμια στο Δρόμο, ο Ταξιδευτής όπου ο ποιητής αναφέρεται στους ταξιδιώτες της λογοτεχνίας. Εδώ υποκλίνομαι : η σοφία και η μαστούρα των δρόμων. Όλα είναι δρόμος λέει και ο Νίκος Νικολαΐδης στην γνωστή ταινία του με πρωταγωνιστή τον Γιάννη Αγγελάκα, τη Μέρα που Πέθανα για το ηλίθιο αν και εξυπηρετικό κατασκεύασμα, το αυτοκίνητο, και τις σκοτούρες τις ουσιαστικές που έχει.
Το Χλομό πρόσωπο και ο Αυτοβιογραφούμενος είναι δύο αυτοβιογραφικά δοκίμια αυτοκριτικής και αυτοανασυγκρότητης .
Βέβαια δεν θα μπορούσε ο Τέος Ρόμβος να μην έχει συμπεριλάβει και τις γυναίκες στο ίδιο βήμα με τις επαναστατικές απόπειρες. Η Φωνή της αλήθειας και το Ξενοδοχείο της Λίλλης είναι δυο δοκίμια για το γαλλικό Μάη που τόσο καίρια σκόρπισε το φως στην Ευρώπη και στην Ελλάδα ήρθε καθυστερημένα μεν το 1974 με το μεγάλο Αναρχικό Πανηγύρι των Εξαρχείων. Όσο για την Αφροδίτη των Κήπων και τη Χαρτογράφηση της Γυναικείας Υπαίθρου που μας μιλά για τις γυναίκες όσο και αν αγαπητοί μου ξέρουμε καλά ότι η γυναίκα είναι το πλάσμα αυτό που ρίχνει άλλες φορές το περισσότερο φως και άλλες φορές τα περισσότερα σκοτάδια στην ζωή του άντρα – την ζωή μας. Η ρήση αυτή ανήκει στο Μπωντλαίρ αλλά όπως όλα τα λόγια των ποιητών με το φωτοστέφανο του περιθωριακού αγίου ισχύει ανά τους αιώνες
Και κάτι τελευταίο : Ο Τέος Ρόμβος επάξια πρέπει να θεωρηθεί ένας ακόμα μεγάλος μέντορας των ανυπότακτων.
Νίκος Λέκκας 14 Φλεβάρη 2013