Κριτική
Μικρό πορτρέτο ενός πλάνητα
Της Μαρίας Κατεργάρη
«ΓΙΑ να ταξιδέψω φτάνει να υπάρχω, πηγαίνω από µέρα σε µέρα, από σταθμό σε σταθμό, στο σιδηρόδρομο του κορμιού µου ή του πεπρωμένου µου, σκυµµένος πάνω από τους δρόµους και τις πλατείες, πάνω από τα πρόσωπα και τις χειρονομίες, πάντα ίδια και πάντα διαφορετικά, όπως τελικά είναι και τα τοπία».
ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΠΕΣΟΑ «Το βιβλίο της Ανησυχίας»
Στη γοητευτική έκταση της ίδιας σκέψης «συχνάζει» επίπονα και ο Τέος Ρόµβος µέσα από τους αντιήρωες των βιβλίων του, που µοιάζει να βιώνουν µε το πάθος μιας εφηβείας µακρόχρονης την µοναξιά, την τρέλα, τον αισθησιασµό, την αµφισβήτηση, την αλητεία ή την αδιέξοδο απελπισία τους, αγκιστρωµένοι στη στιγμή µε βίαιο πάθος και την πειρατική σημαία ανεµίζουσα.
Γεννημένος το 1945 στην Αθήνα, ο Τέος Ρόµβος ζει από τα δεκάξι του χρόνια μια ζωή- φευγιό και αναζήτησης. Ταξιδεύει συνεχώς, ζώντας είτε τις μέρες της εξέγερσης το 66-69 στη Γαλλία, όπου και κάνει μαθήματα κινηματογράφου και τις πρώτες του κινηματογραφικές ταινίες, είτε στη Γερμανία (69-74) κάνοντας ταινίες, τηλεόραση και κασέτες µε λογοτεχνία.
Στη μεταπολίτευση επιστρέφοντας στην Αθήνα ασχολείται µε µικροεκδόσεις, εκδίδει το περιοδικό «ΤΡΥΠΑ» και ζει αποτραβηγμένα στο Κρανίδι της Πελοποννήσου όπου ασχολείται µε το γράψιμο και µε μεταφράσεις έως το 84 που φεύγει για την Αφρική, ταξιδεύοντας δύο χρόνια στην ήπειρο. Το 91 επιστρέφοντας στην Ελλάδα από το Βερολίνο όπου και ζούσε τέσσερα χρόνια, εγκαταστάθηκε στη Σύρο, όπου και ζει ώς σήμερα γράφοντας και δημοσιεύοντας κείμενα στο περιοδικό «Ιδεοδρόµιο» του Λ. Χρηστάκη, που έπειτα από χρόνια σιωπής επανεκδόθηκε.
Ο Ηλίας Πετρόπουλος σε συνέντευξή του δηλώνει γι’ αυτόν πως «ανήκει στους ποιητές που κάτι έχουν να πουν, σαν το Γκόρπα και τον Υφαντή», πως «είναι ο ποιητής που έγραψε τις ωραιότερες ερωτικές σκηνές της πεζογραφίας µας».
Σε τρία βιβλία-σεργιάνια στον κόσµο (Τρία φεγγάρια στην Πλατεία, Πλάνος δρόµος, Ασσασίνοι του Βορρά – Δροσουλίτες του Νότου που επανεκδόθηκαν όλα από τον Γόρδιο), που είτε είναι το Κογκό της Κ. Αφρικής, είτε ο «µικρόκοσµος» της Πλατείας Εξαρχείων, οι αντιήρωες του Τ. Ρόµβου ζουν µια εµπύρετη ζωή. Τους αρέσει να ζουν, να αισθάνονται µε ανοικτούς τους πόρους, φορώντας κάποτε τη σκληράδα της αλήθειας, µικροί θεοί πολλές φορές, που δεν θεωρούν αληθινά αναγκαίο να γνωρίζουν τι ακριβώς είναι. Θετά παιδιά της περιπέτειας, ρίχνουν το σακίδιο στην πλάτη, αφήνοντας πίσω τις φωτοκόπιες των απαράλλαχτων ημερών και τη γαληνοτάτη ζωή και σεριανούν ατάραχοι. Ζουν πταιστές μέρες, είτε κατσαλαφιάζοντας τη σιδερωμένη συµβατικότητά µας µε τα μεθύσια τους, είτε σπαρταρώντας μέσα σε απύλωτες αισθήσεις. Τρέφονται από την οργή και την τρυφερότητα του συγγραφέα τους µε ρανίδες χιούµορ και ατιµώρητα χαμόγελα, αυτοαµφισβητούνται και μετρούν µε το δικό τους πασέτο τούτο τον κόσμο. «Κολυμπούν αναπόταµα» σε πείσμα της λιπόψυχης ζωής µας, διεκδικούν την έκπληξη, το αναπάντεχο.
Στο τελευταίο του βιβλίο «Κείµενο Πάθος», που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1995 από τις εκδόσεις «Χάος και κουλτούρα» ο Τ. Ρόµβος εμφανίζεται ξάφνου και πάλι στη σκηνή πιο τρυφερός και λυρικός από κάθε άλλη φορά. Ανεµοπτερίζοντας «πυρποληµένες μέρες» νεότητας στο Βερολίνο, γεμάτες από έρωτα, «σµιξίµατα και χωρισμούς» και κόκκινες κηλίδες πάθους (σαν εκείνη του εξώφυλλου) να απλώνονται παντού, χρονοµετρά µε πείσμα τ’ αδιέξοδο ξόδι της φυγής.
Τι είναι λοιπόν η φυγή; Μια μεγάλη περιπέτεια που πολλές φορές δεν προχωρά πέρα απ’ τα όρια του βολεμένου παρόντος µας, κουφοβράζοντας μέσα µας; Μετά από πάλη µε το Εγώ µας που δυσκολεύεται να αναγνωρίσει µηνύµατα, καλέσµατα ή τις μυστικές φωνές, η περιπέτεια της φυγής μπορεί να γνωρίσει τον ανοικτό δρόμο, μπορεί όμως και να βαλτώσει στη λιμνοθάλασσα του Είναι και να µη γνωρίσει ποτέ «μυρωδιά λιβανέζικης φούντας στο Βινερστράσε, δυνατή µουσική στο Μπρονξ και στο Βίνερµπλούτ, χορό της κοιλιάς στο Νάχτγκάλ και σαουρµά στους Λιβανέζους, φαλάφελ στους Σύριους, τραγούδια της Φεϊρούζ και µπιζαρίσµατα αντρών Αράβων για το Ρόδο της Ανατολής», τον αισθησιακό χορό της Ντέµπλα Κάλι ή µια «Μιντιλού που κάπνιζε Ζιτάν».
Με µια γραφή-καρφί στη βαρήκοη πραγματικότητα, γοητευτική και επικίνδυνη συνάμα, τα βιβλία του Τ. Ρόµβου ανοίγουν μονοπάτι, λιγοεκπρόσωπο μέχρι στιγμής, στα ελληνικά γράµµατα, τορπιλίζοντας το εφησυχασμένο παρόν µας.
Πού, μέσα σε όλα αυτά, να τοποθετήσει κανείς τον Τέο Ρόμβο; Ο ίδιος πάντως δεν δείχνει να έχει δίλημμα: «Άφησε κατά μέρος το λόγιο εαυτό σου καθώς και όλες τις σοφίες που έχεις διαβάσει, για να ριχτείς στο χαρτί και να περιγράψεις με πάθος τη ζωή». Ίσως σε αυτή την πρόταση να συμπυκνώνεται το «πρόγραμμα» του μυθιστορήματος Κείμενο πάθος, πρόγραμμα που δεν διατηρεί την παραμικρή ενοχή απέναντι στους ουτοπικούς φετφάδες που διαλαλούσαν βαρύγδουπα το «ξεπέρασμα της τέχνης».
Κι όμως, το κείμενο του Ρόμβου είναι βουτηγμένο μέχρι το λαιμό στην ουτοπία, Την ουτοπία της δεκαετίας του ’60 και εκείνης του ’70, όπου όχι μόνον όλα ήταν δυνατά αλλά και όλα έπρεπε να δοκιμαστούν, Χώρος της δράσης το Βερολίνο, σε μια εποχή που το προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης κλονίζεται από τα μέσα: SDS, Ρούντι Ντούτσκε, καθημερινές συγκρούσεις με την αστυνομία στους δρόμους, καταλήψεις σπιτιών, RAF, Στάμχαϊμ, Μογκαντίσου… Όταν η ουτοπία περιδιαβαίνει ελεύθερα στους δρόμους, διόλου παράξενο που τρυπώνει στα σπίτια, στις σχέσεις των ανθρώπων, στον τρόπο που ζουν, στον τρόπο που ερωτεύονται. Χιλιάδες άνθρωποι θα ακολουθήσουν την έκκληση του Ρεμπώ, θέλοντας να είναι «απόλυτα μοντέρνοι» οι Σειρήνες της ουτοπίας όμως θα αποδειχθούν ανθρωποφάγες. Θέλοντας να βιώσουν την πιο απόλυτη ελευθερία, «όλοι οι πλάνητες τούτου του κόσμου» θα χαθούν τρώγοντας ο ένας τις σάρκες του διπλανού του.
Αυτή τη σκοτεινή πλευρά της ουτοπίας, τη σκοτεινή πλευρά της ελευθερίας ακόμη-ακόμη, περιγράφει τούτη η ελεγεία του Ρόμβου. Λυρικός, ακόμη και στις πιο ωμές περιγραφές του, γνωρίζει πως η σωτηρία από τα πάθη βρίσκεται στο κείμενο ένα κείμενο πάθος όμως, μιας και «πεθαίνουν όλοι οι ποιητές, ο λόγος κι η πράξη στη ζωή μένουν χωρίς ερμηνεία, χωρίς προφήτες, χωρίς φαντασία». Οι ήρωές του μπορεί να χάνονται στη ζοφερή άβυσσο της τρέλας, της πρέζας, της μοναξιάς. Αυτή άλλωστε ήταν η μοίρα τόσων πολλών, τότε’ ίσως και των καλύτερων. Όμως η «λογοτεχνική ζωή» έρχεται για να τους ξεπλύνει από τα ανομήματα, να τους αποκαθάρει από την ουτοπία, να τους χαρίσει, μέσα από το κείμενο, το πάθος της αγάπης επiτέλους …
Σπύρος Κακουριώτης
Ένα ταξίδι φανταστικό
Του Γιάννη Τριάντη
••• Χάζευα την κίτρινη «Μότο Γκούτσι- που καμάρωνε στη γωνία κάποιας δεξιάς σελίδας και θυμήθηκα την κόκκινη, που «είχα» δίπλα µου τις ώρες της σκοπιάς, στο Ηράκλειο. Και την ασηµί, που κάποτε αξιώθηκα να κουµαντάρω. Εκεί, στη γωνία της σελίδας, µε βρήκε ο Τέος Ρόµβος. Αρπάξαμε την κίτρινη και γίναμε καπνός ••• Η πρώτη στάση στους Δελφούς. Νερό, τσιγάρο και θροΐσματα – φυλλωµάτων και αιώνων. Αποχαιρετήσαμε τον Γκίνσµπεργκ, που τον βλέπαμε να πετάει στην άκρη της χαράδρας και φύγαμε για την Πάτρα – να προλάβουμε το καράβι. Στο Ρίο πήρε το µάτι µας το πρωτοσέλιδο της «Εξόρµησης» («Αναγκαία η ρήξη µε τους µηχονισμούς») κι έβαλα τα γέλια ••• Στην Πάτρα, ο φακός ζουµάρισε στο πρόσωπο του δράστη. Κατέγραψε την άγρια ικανοποίησή του, όταν πέταγε το γιαούρτι. Ίσως να αποτύπωνε µια αθώα στιγμή, εξ όσων µέλλεται να συμβούν, αν η κυβέρνηση των νεοσυντηρητικών «προχωρήσει αταλάντευτη» στην εξόφληση των ιδεολογικών γραµµατίων που έχει υπογράψει ••• Στο Πρίντεζι συναντήσαμε την «άλλη Ιταλία», την εύψυχη, τη θυµωµένη µε την κεντροαριστερά της. Μαζί τους κάμποσοι λυπημένοι Αλβανοί, που ορκίζονταν ότι η κορβέτα εµβόλισε δυο φορές το σαπιοκάραβο. Ο Τέος χάραζε στο χάρτη την πορεία κι εγώ διάβαζα ένα κείμενο που μιλούσε για υπευθυνότητα. Το προσπέρασα με χαμόγελο· ούτε καν µε θυµηδία. Έτσι κι αλλιώς οι άσαρκες γραµµές θα συνεχίσουν να αποκαλούν αντιευρωπαίο, όποιον µάχεται την Ευρώπη του Μάαστριχτ. Έτσι κι αλλιώς η µικροψυχία και η ιδιοτέλεια θα συνεχίσουν να χαράζουν αβαθή κείμενα, αποσιωπώντας ή στρεβλώνοντας τις απόψεις των απέναντι •••
Χαμογελούσε τώρα κι ο φίλος µου, σα να ‘θελε να πει «ποιος δίνει σημασία στις διαμάχες των γραφιάδων». Αργότερα, χαμένοι και χαρούμενοι στις νύχτες του Στρασβούργου και του Βερολίνου, στα κανάλια του Άµστερνταµ και τη θάλασσα της ευρωδιαδήλωσης, δεν είπαμε κουβέντα για κείμενα και πρωτοσέλιδα. Ούτε καν η δήλωση Νάιλς στο «Βήμα» µας απασχόλησε •••
Εγώ επέστρεψα νωρίς. Κι έπεσα πάνω στα πιστόλια, που κράδαιναν οι «αυθαίρετοι» (που αν έχουν ένα δίκιο είναι ότι ούτε µια βίλα γυαλιστερή δεν είδαν να γκρεμίζεται). Κι αργότερα, περίεργος ων, επέμενα να δω τον κ. Τσουκάτο µέχρι τέλους. Και τι κέρδισα; Ανελλήνιστες παλιλλογίες και πονηρά χαμόγελα, απ’ αυτά που συνηθίζουν να σερβίρουν οι πολιτικάντηδες, όταν επιχειρούν να υψωθούν άµωµοι σε ουρανούς, οι οποίοι δεν τους ανήκουν. ( … Ευτυχώς είδα τη θαυμάσια εκπομπή της Άννας Παναγιωταρέα για τους µετανάστες, καθώς και το µατς της Οβιέδο, κι έτσι ξεχάστηκε γρήγορα ο «στρατηγός» της προπαγάνδας και των παρεμβάσεων) ••• Δεν ξέρω κατά πού τράβηξε ο Τέος, ο άγνωστός µου. Θα ξαναδιαβάσω το «Κείµενο Πάθος» του και θα σας πω. Πάντως, ελπίζω να µου συγχωρήσει την αυθαιρεσία …
Ελευθεροτυπία 7/4/1997
Για το Κείμενο Πάθος
Του Άγγελου Μαστοράκη
Όταν δύο φίλοι μου, ο Τέος Ρόμβος μαζί με τον εκδότη του τον Μιχάλη Πρωτοψάλτη, μου ζήτησαν να συμμετάσχω στην παρουσίαση του «Κείμενου Πάθους», δέχτηκα αμέσως. Ήμουνα σίγουρος πώς, αφού θα ξαναδιάβαζα το «Κείμενο Πάθος» για να το φρεσκάρω στη μνήμη μου, θα είχα χιλιάδες πράγματα να πω τόσο για τον συγγραφέα όσο και για το βιβλίο.
Μετά άρχισαν τα δύσκολα.
Σκέφτηκα πως δεν θα μπορούσα να μιλήσω καθόλου για τον ίδιο το συγγραφέα για συγκεκριμένους λόγους:
Α) Μιας κι εγώ ο ίδιος αισθάνομαι άβολα όταν μιλάνε άλλοι για μένα όταν είμαι παρών, το ίδιο πιστεύω θα ένιωθε και ο Ρόμβος με την έμφυτη σεμνότητα που τον διακρίνει.
Β) Αν θέλει να μάθει κάποιος περισσότερα πράγματα για το συγγραφέα από όσα αναφέρονται στα «αυτιά» του εξωφύλλου, ας τα μάθει κατευθείαν από τον συγγραφέα.
Θα πρέπει λοιπόν να σας μιλήσω αποκλειστικά για το βιβλίο «Κείμενο Πάθος».
Ένα βιβλίο πέρα από την πλοκή του, πέρα από τις περιγραφές του, πέρα από τα καλολογικά του, όπως λέμε, στοιχεία, αρέσει στον καθένα από μας για κάποιους βαθύτερους λόγους. Όταν το ξαναδιάβασα λοιπόν αναρωτήθηκα ποιοι είναι οι συγκεκριμένοι λόγοι που μου αρέσει το «Κείμενο Πάθος».
Κατάληξα στο εξής συμπέρασμα:
Το «Κείμενο Πάθος» μου αρέσει γιατί: 1ο Είναι άλλων χρόνων και 2ο γιατί είναι άλλου χρόνου
Εννοώ βέβαια πως είναι άλλων χρόνων γιατί μας μεταφέρει σε άλλους χρόνους. Σπουδαίο προσόν, θα μου πείτε. Τόσα και τόσα μυθιστορήματα κυκλοφορούν που καλύπτουν ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, μικρό ή μεγάλο, στο πρόσφατο, στο κοντινό ή στο μακρινό παρελθόν.
Δεν είναι το ίδιο. Το «Κείμενο Πάθος» εκτυλίσσεται σε μια εποχή –τέλος της δεκαετίας του 60, αρχές της δεκαετίας του 70- που δεν ήταν σημαντική μόνο για τη γενιά του συγγραφέα, για τη γενιά τη δικιά μας. Ήταν σημαντική για όλο τον ονομαζόμενο «δυτικό» κόσμο. Ήταν σημαντική γιατί τότε άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα μεγάλα ρήγματα στην ασφυκτική ομοιομορφία που επέβαλλε μέχρι τότε, σε όλα τα επίπεδα, σε όλους τους τομείς, το κυρίαρχο μεταπολεμικό όραμα του ψυχροπολεμικού κόσμου που ήθελε να επιβάλλει την μονοκρατορία της καταναλωτικής κοινωνίας.
Αυτή την εποχή περιγράφει το «Κείμενο Πάθος», την εποχή που δεν υπήρχαν στεγανά, την εποχή που θέλαμε να καταργήσουμε τα σύνορα, την εποχή που όλοι ζούσαμε με την πίστη πως όπου να ’ναι ο κόσμος, θέλει δε θέλει θα αλλάξει. Την περιγράφει μέσα απ’ τις πράξεις και τις σχέσεις 4-5 ανθρώπων σ’ ένα κοινόβιο του Βερολίνου. Περιγράφει μια αίσθηση κοινότητας με μια τέτοια αλήθεια και ευαισθησία που πιστεύω πως όποιος έχει νιώσει αυτή την αίσθηση της κοινότητας, έστω και για ένα δευτερόλεπτο, θα καταλάβει διαβάζοντας το «Κείμενο Πάθος» την ειλικρίνεια του συγγραφέα.
Ο άλλος λόγος που μου αρέσει αυτό το μυθιστόρημα είναι γιατί μας γνωρίζει ή μας ξαναθυμίζει έναν άλλο χρόνο. Και να τι εννοώ.
Διαβάζοντας ορισμένα κομμάτια του και ειδικότερα μερικές ερωτικές του περιγραφές, αν και αυτό στο οποίο θα αναφερθώ δεν συμβαίνει αποκλειστικά σ’ αυτές τις περιγραφές, καταλαβαίνεις κάποια στιγμή ότι ο συγγραφέας έχει περάσει σ’ ένα χρόνο που δεν είναι πια γραμμικός, σ’ ένα χρόνο που τα πάντα συμβαίνουν ταυτόχρονα. Μια διεσταλμένη στιγμή όπου όλα τα αισθητηριακά δεδομένα, όλες οι εντυπώσεις των αισθήσεων, όλα τα συναισθήματα, εγγράφονται στη συνείδηση και ουσιαστικά σ’ όλο το κορμί, ισάξια, χωρίς καμιά απολύτως αξιολογική κατάταξη. Και όλα τους σε μια αξεδιάλυτη ενότητα. Έχω την αίσθηση πραγματικά, με κίνδυνο να φανώ υπερβολικός, πως ο Ρόμβος στο «Κείμενο Πάθος» καταφέρνει σε αρκετά σημεία με τη δύναμη της περιγραφής του, να μας θυμίσει κάτι που όλοι βαθιά μέσα μας το γνωρίζουμε: η στιγμή και η αιωνιότητα είναι ουσιαστικά ένα και το αυτό πράγμα.
Από την παρουσίαση του βιβλίου «ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΑΘΟΣ» στο βιβλιοπωλείο Αντεργκράουντ